Σειρά νέων τροποποιήσεων στο άρθρο 99 του Πτωχευτικού Κώδικα εμπεριέχονται στο σχέδιο νόμου του υπουργείου Ανάπτυξης. Με τις διατάξεις αυτές, επιχειρείται να μπει φρένο στην εκμετάλλευση του ισχύοντος πλαισίου, ώστε να προστατευτούν τα φορολογικά δικαιώματα του Δημοσίου, να συντομευτούν οι διαδικασίες, αλλά και να ενισχυθεί η διαπραγματευτική θέση των εργαζομένων.
Με τις νέες ρυθμίσεις διευκρινίζεται το αξιόποινο των φορολογικών παραβάσεων, μειώνεται σε δύο από τέσσερις μήνες το περιθώριο ολοκλήρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης μεταξύ οφειλέτη και πιστωτών, παύει η καταχρηστική χρήση των ευεργετικών διατάξεων του άρθρου 99 από τις επιχειρήσεις, θεσπίζεται η δυνατότητα απαγόρευσης απολύσεων πριν την έγκριση και την επικύρωση της συμφωνίας, προβλέπεται η αυτόματη αναστολή εξαίρεσης των απαιτήσεων των εργαζομένων από την απαγόρευση μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης κ.ο.κ.
Σε ό,τι αφορά τις ποινικές ευθύνες των οφειλετών, προτείνεται η αναστολή της ποινικής δίωξης μόνο για τα αδικήματα της καθυστέρησης άνω των τεσσάρων μηνών των βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο και δημόσιους οργανισμούς εφόσον αυτά τελέσθηκαν πριν από την υποβολή της αίτησης για το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης. Το αξιόποινο δεν θα εξαλείφεται αλλά θα αναστέλλεται με την δικαστική επικύρωση της συμφωνίας και μόνο η απόλυτη υλοποίηση της συμφωνίας εξυγίανσης θα οδηγεί σε εξάλειψη του αξιόποινου. Στο νομοσχέδιο γίνεται σαφές ότι ο νομοθέτης δεν αναφέρεται σε πράξεις φοροδιαφυγής, αλλά μόνο σε πράξεις καθυστέρησης, δηλαδή υπερημερίας σε σχέση με την καταβολή οποιωνδήποτε χρηματικών οφειλών προς το Δημόσιο που είναι ήδη βεβαιωμένες ταμιακά σε ΔΟΥ ή Τελωνεία.
Με άλλη ρύθμιση, περιορίζεται η δυνατότητα προσφυγής στο άρθρο 99 για την επικύρωση νεώτερης συμφωνίας εξυγίανσης, αν δεν έχει παρέλθει τουλάχιστον πενταετία από την επικύρωση της πρώτης. Η προτεινόμενη διάταξη αποτελεί μέτρο περιορισμού κατάχρησης της ρύθμισης, δίνει όμως κατ' εξαίρεση δυνατότητα στον οφειλέτη, αν έχει και πάλι δυσκολίες, να καταφύγει εκ νέου στο άρθρο 99, μόνο όμως για να κάνει χρήση της απευθείας επικύρωσης συμφωνίας που έχει ήδη συναφθεί με τους πιστωτές. Με τον τρόπο αυτό ευνοούνται οι συμφωνίες που συνάπτονται και είναι έτοιμες ήδη πριν από την έναρξη της διαδικασίας.
Επίσης, μειώνεται σε δύο μήνες αντί τέσσερις σήμερα το περιθώριο σύναψης συμφωνίας μεταξύ οφειλέτη και πιστωτών. Αντίστοιχα η δυνατότητα παράτασης των συζητήσεων περιορίζεται από τους τρεις μήνες σε μόνον έναν. Με τον τρόπο αυτό ασκείται πίεση στον οφειλέτη να έλθει σε επαφή με τους πιστωτές του ήδη πριν υποβάλει την αίτηση και πάντως κατά το χρόνο μεταξύ κατάθεσης της αίτησης και έκδοσης της απόφασης. Εναρμονίζεται επίσης ο χρόνος της δικασίμου για την επικύρωση της συμφωνίας με το χρόνο για τη συζήτηση της αίτησης ανοίγματος της διαδικασίας εξυγίανσης (εντός διμήνου).
Σε άλλη διάταξη προβλέπεται επίσης ότι, αν δεν υπάρχει μεσολαβητής ή ο μεσολαβητής παραλείπει να ενημερώσει το δικαστήριο για την αδυναμία υλοποίησης συμφωνίας εξυγίανσης, σχετική αίτηση ανάκλησης της διαδικασίας μπορεί να υποβάλλει οποιοσδήποτε πιστωτής.
Προβλέπεται επίσης ότι, κατά την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη διατήρηση των αναγκαίων θέσεων εργασίας μέχρι να επικυρωθεί ή να απορριφθεί το σχέδιο εξυγίανσης. Η εξουσία του δικαστηρίου θα ασκείται ανάλογα με την κατάσταση της επιχείρησης. Το δικαστήριο θα πρέπει να σταθμίζει το όφελος των εργαζομένων από τη διατήρηση θέσεων εργασίας με την πιθανή βλάβη της επιχείρησης από την παραμονή πλεονάζοντος δυναμικού.
Εξαίρεση απαιτήσεων εργαζομένων
Σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα εξαίρεσης των απαιτήσεων των εργαζομένων (μισθοί, αποζημιώσεις κ.ά.) από την αναστολή μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης (ασφαλιστικά μέτρα κ.ά.), από δυνητική που είναι σήμερα κατά βούληση των δικαστηρίων, καθίσταται υποχρεωτική βάσει νόμου. Μόνο αν το δικαστήριο κρίνει ότι για κάποιον ειδικό σπουδαίο λόγο ενδείκνυται η αναστολή θα επιτρέπεται η τελευταία. Εκτός αυτού, προβλέπεται ότι το δικαστήριο μπορεί να εξαιρέσει από την αναστολή σε μεγαλύτερη έκταση τα ποσά απαιτήσεων, που είναι αναγκαία για τη διατροφή πιστωτή ή της οικογένειάς του ή τρίτων προσώπων.
Δημιουργία της Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας
Τη δημιουργία ενός νέου εταιρικού τύπου, της Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας (ΙΚΕ), προβλέπει το σχέδιο νόμου του ΥΠΑΑΝ. Η νέα εταιρεία θα είναι κεφαλαιουχική, εκ του νόμου εμπορική, με νομική προσωπικότητα, με δυνατότητα μονοπρόσωπης διαμόρφωσης ορισμένης διάρκειας, με καταστατική έδρα την Ελλάδα, χωρίς κρατική εποπτεία, και με ελάχιστο κεφάλαιο ακόμα και 1 ευρώ.
Χαρακτηριστικό της θα είναι η ευρύτατη δυνατότητα διαφορετικών καταστατικών διαμορφώσεων, η δε ανάμειξη συμβολαιογράφου θα προβλέπεται μόνο σε περιπτώσεις εισφοράς ακινήτων.
Η νέα αυτή εταιρεία θα είναι ενταγμένη στο σύστημα του ΓΕΜΗ και αυτού της απλοποιημένης ίδρυσης μέσω των υπηρεσιών μιας στάσης. Επιπλέον, η νέα εταιρεία θα είναι κατάλληλη να λειτουργήσει σε διεθνές περιβάλλον. Το καταστατικό της θα μπορεί να είναι, είτε στην ελληνική, είτε στην αγγλική, ούτως ώστε να χρησιμοποιείται για επιχειρήσεις που λειτουργούν και στο εξωτερικό. Οι εταίροι θα μπορούν να λαμβάνουν αποφάσεις στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό.
Βασική καινοτομία του σχεδίου είναι η αποσύνδεση της εταιρικής συμμετοχής και των μεριδίων από το κεφάλαιο. Ενώ δηλαδή στις κλασικές περιπτώσεις της ΑΕ και τις ΕΠΕ οι μετοχές και τα εταιρικά μερίδια αποτελούν τμήμα του κεφαλαίου και προσδιορίζουν το μέγεθος της συμμετοχής του κάθε εταίρου, ανάλογα με τον αριθμό μεριδίων που κατέχει, στην Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρεία τα εταιρικά μερίδια ανάγονται όχι αποκλειστικά στο κεφάλαιο, ως μοναδικό παρονομαστή, αλλά σε ένα ευρύτερο παρονομαστή, που αποτελείται από την αξία του συνόλου των εισφορών.
Οι συμμετοχές των εταίρων δηλαδή θα υπολογίζονται όχι μόνο επί του κεφαλαίου, αλλά επί ενός μεγαλύτερου συνόλου αξιών στο οποίο θα περιλαμβάνονται εισφορές που δεν μπορούν να αποτελέσουν κεφάλαιο, παραδείγματος χάριν, είναι η εργασία, ή που συνίσταται στην ανάληψη ευθύνης μέχρι κάποιο ποσό για χρέη της εταιρείας. Με τον τρόπο αυτό η νέα εταιρική μορφή μπορεί να ικανοποιήσει ποικίλες ανάγκες.
Στο νέο τύπο εταιρείας, αναγνωρίζεται κάθε είδους εισφορά όπως η εργασία, η εισφορά ευθύνης που ενισχύει την πιστοληπτική ικανότητα της εταιρείας, κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία για τις επιχειρήσεις, χωρίς ανάγκη υψηλής κεφαλαιακής υποδομής.