Η κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων
- Μία νέα διάσταση μετά το ν. 2915/2001 (άρθρο 24) -
Ιωάννης Λεων. Καστριώτης
Δ.Ν. Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης
Α'. Εννοιολογικά στοιχεία του άρθρου 24 ν. 2915/2001
Ι.
Γενικά
Σύμφωνα με το άρθρο 24 ν. 2915/2001, που ισχύει, μετά τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, από 29-5-2001 (άρθρο 38 ν. 2915/2001, ΦΕΚ Α'. 109).
Το εν λόγω άρθρο ορίζει:
"Το απόρρητο της κάθε μορφής καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύματα δεν ισχύει έναντι του δανειστή που έχει δικαίωμα κατάσχεσης της περιουσίας του δικαιούχου κατάθεσης.
Το απόρρητο αίρεται μόνο για το χρηματικό ποσό που απαιτείται για την ικανοποίηση του δανειστή".
Κατά μια άποψη, η διάταξη του άρθρου 24 ν. 2915/2001 "Επισφράγισε τη συντελεσμένη ήδη μεταστροφή των αντιλήψεων της θεωρίας και της νομολογίας στο θέμα αυτό"1.
Όμοια είναι και η άποψη της θεωρίας όσον αφορά στο προκείμενο θέμα, όπου λέγεται ότι: "Ο κανόνας του κατασχετού των τραπεζικών καταθέσεων, που επιβλήθηκαν νομοθετικά, θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως αποτέλεσμα ερμηνείας. Ωστόσο η θεσμοθέτηση ως ρητή νομοθετική διάταξη, ήταν χρήσιμη, αν όχι και αναγκαία, προκειμένου σ' αυτό το κρίσιμο ζήτημα να αποκατασταθεί άμεσα η ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου"2.
II.
Το πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 24 ν. 2915/2001
Κατά το παρελθόν, δηλ. υπό την ισχύ του ν.δ. 1059/1971, γινόταν δεκτό ότι το ακατάσχετο περιελάμβανε μόνο τις "χρηματικές καταθέσεις και όχι τις κατασχέσεις μετοχών, ομολογιών ή άλλων χρεογράφων".3
Οι καταθέσεις που ενεργούνται στις Τράπεζες, εντάσσονται στην έννοια των Τραπεζικών εργασιών.4
Όπως είπαμε, κατά το παρελθόν, δηλ. υπό την ισχύ του ν. 1059/1971, γινόταν δεκτό ότι, το ακατάσχετο περιελάμβανε μόνο τις χρηματικές καταθέσεις και όχι τις καταθέσεις, μετοχών, ομολογιών ή άλλων χρεογράφων.5
Ήδη, υπό το καθεστώς του ν. 2915/2001 και ειδικότερα στο άρθρο 24 αυτού, ορίζεται ότι "το απόρρητο αίρεται προς κάθε μορφής καταθέσεις".
Από τη γενικόλογη6 αυτή διατύπωση του νόμου συνάγεται ότι στην προαναφερθείσα άρση του απορρήτου περιλαμβάνονται εκτός από τις καταθέσεις Ταμιευτηρίου ή όψεως και όλες οι χρηματικές.
Ακόμη η άρση του απορρήτου των Τραπεζικών καταθέσεων εκτείνεται και στις καταθέσεις χρεογράφων, τίτλων, μετοχών, ομολογιών, καθώς και στις αϋλες μετοχές.
Δεν περιλαμβάνονται στην άρση του απορρήτου και τα "αμοιβαία κεφάλαια", τα οποία η νομολογία είχε θεωρήσει ότι δεν καλύπτονταν από το απόρρητο.7
Αναλυτικότερα, οι Τραπεζικές καταθέσεις, επί των οποίων είναι επιτρεπτή η κατάσχεση (εφόσον, βέβαια, δεν απαγορεύεται για κάποια συγκεκριμένη κατάθεση το ακατάσχετο όπως π.χ. συμβαίνει με τις απαιτήσεις από μισθούς, συντάξεις κ.λπ (άρθρ. 982 Κ.Πολ.Δ) διακρίνονται:
1. Ανάλογα με το χρόνο δεσμεύσεώς τους:
α) σε απρόθεσμες ή καταθέσεις όψεως και
β) σε προθεσμιακές.
2. Ανάλογα με την ιδιότητα του φορέα της κατάθεσης σε τέτοιες:
α) Φυσικών προσώπων και
β) Νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου και
3. Ανάλογα με το νόμισμα, στο οποίο ενεργούνται, σε καταθέσεις σε Ευρώ, και σε τέτοιες σε συνάλλαγμα.
Τέλος οι Τραπεζικές καταθέσεις διακρίνονται:
α) σε καταθέσεις που οφείλονται σε εκούσια βούληση του καταθέτου,
β) σε δεσμευμένες καταθέσεις (π.χ. ν. 1704/39)
γ) σε αλληλόχρεο λογαριασμό,
δ) σε καταθέσεις υπέρ εξαγωγέως από επιστροφές τις
χρηματικές επιδοτήσεις,
ε) σε κατάθεση υπέρ τρίτου (άρθρο 2 ν.δ. 1923),
ς) σε καταθέσεις σε κοινό λογαριασμό. Επίσης το απόρρητο επεκτείνεται και στην κατάσχεση μελλοντικών απαιτήσεων στα χέρια της Τραπεζικής ως τρίτης.
Τέτοια είναι και η καταθέσεις υπό προειδοποίηση.8
Κατ'αυτή ή απαίτηση που κατάσχεται είναι μέλλουσα, που γεννιέται μετά την επίδοση του κατασχετηρίου, το οποίο επέχει εν προκειμένω θέσιν προειδοποίησης.
III.
Οι περιορισμοί της άρσης του απορρήτου
Τα όσα ειπώθηκαν προηγουμένως περί της άρσεως του απορρήτου των καταθέσεων, ισχύουν υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι δεν θεσπίζεται ειδικά για κάποια συγκεκριμένη κατάθεση το ακατάσχετο.
Τέτοιες είναι οι περιπτώσεις που καθιερώνουν το αναπαλλοτρίωτο ή το ακατάσχετο ορισμένων καταθέσεων, το καθιερωμένο από το νόμο ποσοστό ακατάσχετου, προκειμένου "περί καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό", το ακατάσχετο των μισθών, συντάξεων κ.λπ.9
Β'. Η ισχύς των άρθρων 87 και 88 ν.δ. από 17.7/13.8.1923
Ι.
Οι επί του ζητήματος θεωρητικές απόψεις
Η κατάσχεση στα χέρια τράπεζας ως τρίτης είχε ρυθμισθεί ειδικότερα με τα άρθρα 87-94 του ν.δ/τος 17 Ιουλίου/13 Αυγούστου 1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών"10.
Μετά την εισαγωγή ταυ Κ.Πολ.Δ. ανέκυψε το ζήτημα της ισχύος ή μη των ανωτέρω δικονομικών διατάξεων του ν.δ. του 1923 επί του θέματος αναπτύχθηκε ζωηρότατη συζήτηση μεταξύ των επιστημόνων, η οποία και συνεχίζεται, υποστηριχθεισών και των δύο απόψεων.
Α' άποψη
Έτσι κατά μια άποψη11, η οποία είναι και η κρατούσα τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία12, γίνεται δεκτό ότι τα άρθρα 87 έως 89 του ν.δ. του 1923 εξακολουθούν και μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ να ισχύουν. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγήθηκαν οι υποστηρικτές της, στηριζόμενοι στο εξ αντιδιαστολής επιχείρημα, το συναγόμενο από το άρθρο 52 αριθ. 3 ΕισΝΚΠολΔ. Πράγματι, στο εν λόγω άρθρο γίνεται λόγος περί καταργήσεως (επιλεκτικά) των άρθρων 92 και 94 του ν.δ. 1923, ενώ άφησε άθικτα τα ως άνω άρθρα, καθώς και το άρθρο 90 του διατάγματος για το οποίο πρόκειται.
Β' άποψη
Σε σχέση με την ανωτέρω εκτεθείσα άποψη υπάρχει και αντίλογος. Πράγματι, υποστηρίχθηκε και μάλιστα με αξιόλογους ερμηνευτικούς συνειρμούς, ότι, οι διατάξεις των επίμαχων άρθρων (87-89), έχουν καταργηθεί από την έναρξη της ισχύος του (ΕισΝΚΠολΔ). Κύριος υπέρμαχος της κατά τα ανωτέρω αρνητικής απόψεως εμφανίζεται ο Μάζης.
Ο συγγραφέας με βάση την τελολογική ερμηνεία, ανάγεται στη βούληση του νομοθέτη. Κατ' αρχήν δέχεται ότι, αν ο νομοθέτης του ΕισΝΚΠολΔ είχε την πρόθεση να διατηρηθούν και οι διατάξεις των άρθρων 87 έως και 90, περί κατασχέσεως στα χέρια της εταιρείας ως τρίτης, διαφορετικά θα διατύπωνε τη διάταξη του άρθρου 52.3 Ακόμη υποστηρίζει ότι ο νομοθέτης δεν είχε πρόθεση να διατηρήσει τις παλαιές και ατελείς δικονομικές αυτές διατάξεις του ν.δ. 1923, αλλά ήθελε να τις προσαρμόσει προς τις νεωτεριστικές διατάξεις του ΚΠολΔ κ.λπ.
Κριτική Εκτίμηση
Από τις απόψεις που προπαρατέθηκαν, θεωρούμε την πρώτη από αυτές, δηλ. αυτή που δέχεται ότι τα άρθρα 87 § 1, 88 § 1 και 89 του ν.δ. του 1923 "Περί ειδικών διατάξεων περί ανωνύμων εταιριών" έχουν διατηρηθεί σε ισχύ και τούτο γιατί η εν λόγω άποψη στηρίζεται στο γράμμα της διάταξης του άρθρου 52 § 3 του ΕισΝΚΠολΔ και στο εξ αυτής συναγόμενο ερμηνευτικό επιχείρημα της αντιδιαστολής.
Και είναι αλήθεια ότι το ερμηνευτικό αυτό επιχείρημα δεν έχει απόλυτη αξία και εφαρμογή13, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση παρέχει ασφαλέστερα ερείσματα για να διευκολυνθεί η εφαρμογή των επίμαχων διατάξεων.
Τα επιχειρήματα της τα αντίθετα υποστηριζόμενης απόψεως, αν και είναι αρκούντως σοβαρά και πειστικά, εν τούτοις αδυνατούμε να τα συμμεριστούμε και τούτο γιατί κινούνται, κυρίως, στο χώρο του υποθετικού.
Πάντως ανεξάρτητα από την παραδοχή της μίας ή της άλλης απόψεως και επειδή υφίσταται αντιγνωμία μεταξύ των επιστημόνων, σχετικά με την εφαρμογή ή μη των διατάξεων των άρθρων 87, 88 και 89 του ν.δ. του 1923, δημιουργούνται πολλοί, ποικίλοι και σοβαροί προβληματισμοί, τόσο μεταξύ των νομικών της πρακτικής, όσο και μεταξύ των Τραπεζών, με αποτέλεσμα τον κλονισμό της εμπιστοσύνης των συναλλασσόμενων προς αυτήν.
Οι ανωτέρω επισημάνσεις καθιστούν αδήριτη την ανάγκη νομοθετικής παρεμβάσεως και τούτο προκειμένου να αποκατασταθεί η ενότητα, στην συγκεκριμένη περίπτωση, του δικονομικού δικαίου, η έλλειψη της οποίας προκαλεί σύγχυση.
Γ. Δημόσια κατάθεση κατασχεθέντος ποσού εις χείρας της τράπεζας
ως τρίτης και η ιδιομορφία του χαρακτήρα της
Ι.
Η ιδιομορφία του χαρακτήρα της δημοσίας καταθέσεως
του άρθρου 87 ν.δ. του 1923
Το ζήτημα της δημόσιας καταθέσεως των κατασχεμένων καταθέσεων εις χείρας της Τράπεζας ως τρίτης ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ν.δ/τος του 1923.
Ειδικότερα, στο άρθρο 87 του ως άνω ν.δ/τος ορίζεται ότι: "Εάν εγένετο κατάσχεσις χρημάτων ή χρεογράφων παρ' ανωνύμω εταιρία, ως τρίτη, η εταιρία δικαιούται είτε να κατάθεση τα κατασχεθέντα δικαστικώς, απαλλασσόμενη δια της τοιαύτης καταθέσεως πάσης ευθύνης προς τε τον κατάσχοντα και τον δικαιούχον, είτε να αιτήσηται παρά του προέδρου την άρσιν της κατασχέσεως, ην ούτος δύναται να χορήγηση μετά ή άνευ εγγυήσεως".
Σύμφωνα με την επόμενη διάταξη του άρθρου 88 "1. Η ανάληψις των κατά το προηγούμενο άρθρον καταθέσεων γίνεται μόνον αδεία του Προέδρου".
Τέλος, κατά τη διάταξη του αρθρ. 89 περ. 1 του ν.δ/τος 1923 "η δικαστική κατάθεσις γίνεται επ' ονόματι του δικαιούχου και, εάν ούτος απεβίωσεν, επ' ονόματι των κληρονόμων αυτού, άνευ ρητής αυτών κατονομασίας".
Οι προπαρατεθείσες διατάξεις, εφ' όσον, βεβαίως, δεχθούμε ότι ισχύουν και μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ, εμφανίζουν πολλούς ποικίλους και σοβαρούς προβληματισμούς, οι οποίοι συνίστανται στα αμέσως επόμενα.
Καταρχάς πρέπει να επισημανθεί, πως η δημόσια κατάθεση, η προβλεπόμενη στη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 87 του ν.δ/τος 1923, εμφανίζει ιδιομορφία έναντι των περί δημοσίας καταθέσεως διατάξεων των άρθρων 427 και 434 του Α.Κ. Στα εν λόγω άρθρα καθορίζονται οι προϋποθέσεις, δηλ. οι δικαιολογητικοί λόγοι, που πρέπει απαραίτητα να συντρέχουν για την εγκυρότητα της με σκοπό αποσβέσεως της ενοχής του οφειλέτη ενεργούμενης δημοσίας καταθέσεως.
Με άλλα λόγια, η δημόσια κατάθεση ως αποσβεστικός λόγος των ενοχών, για να καταστεί επαγωγός εννόμων συνεπειών (απόσβεση της ενοχής), απαιτεί τη συνδρομή κάποιου από τους .δικαιολογητικούς λόγους τους περιοριστικώς αναφερόμενους στα άρθρα 427 και 434 Α.Κ.
Και τέτοιοι είναι: η υπερημερία του (κατάσχοντος) δανειστή (427), κωλύματα αφορώντα στο πρόσωπο του και η εύλογη αβεβαιότητα περί το πρόσωπο αυτού (434).
Συνακόλουθα, αυτόματα ανακύπτει το ερώτημα, αν κάποιος από τους προ ολίγου αναφερθέντες λόγους, εμπεριέχεται στη δημόσια κατάθεση του άρθρου 87 του ν.δ/τος 1923, έτσι ώστε να την καθιστά έγκυρη.
Πράγματι, η εν λόγω δημόσια κατάθεση ενεργείται ως "αποσβεστικός λόγος" της οφειλής της Τράπεζας.
Τούτο σαφώς προκύπτει από την παρ. 1 του επίμαχου άρθρου, κατά το οποίο: "Η Τράπεζα δικαιούται να καταθέσει τα κατασχεθέντα δικαστικώς απαλλασσόμενης δια της τοιαύτης καταθέσεως πάσης ευθύνης προς τε τον κατάσχοντα και τον δικαιούχο". Όπως παρατηρεί κανείς από τις ως άνω περιπτώσεις της δημόσιας καταθέσεως του άρθρου 87 του ν.δ/τος του 1923 δεν εμπίπτει σε καμία από τους προμνησθέντες δικαιολογητικούς λόγους των άρθρων 427 και 434 Α.Κ.
Σύμφωνα λοιπόν με τα ανωτέρω ερμηνευτικά δεδομένα, η δημόσια κατάθεση του άρθρου 87 τίθεται εκτός του συστήματος των διατάξεων της δημοσίας καταθέσεως του Αστικού Κώδικα. Συνεπώς, η υπό τις προαναφερθείσες νομικές πλημμέλειες δημόσια κατάθεση, ως έχει, δεν είναι ικανή να επιφέρει τα έννομα αυτής αποτελέσματα, δηλ. την απόσβεση της οφειλής της Τράπεζας "προς τε τον κατάσχοντα και τον δικαιούχο".
Κατά νομική λοιπόν και λογική του δικαίου ακολουθία, και υπό την εκδοχή ότι διατηρήθηκαν σε ισχύ τα άρθρα 87, 88 και 89 του ν.δ. 1923, και προκειμένου να αποκτήσει η δημόσια κατάθεση του άρθρου 87 ν.δ. του 1923, την ελλείπουσα αποσβεστική ισχύ της, θα πρέπει να γίνει ερμηνευτικώς δεκτή, κατά νομοθετική υπέρβαση των ήδη ισχυουσών περί δημοσίας καταθέσεως διατάξεων των άρθρων 427 και 434 Α.Κ., προσθήκη, στους πέραν αυτών που αναφέρονται στα άρθρα 427 και 434, και οι οποίοι αν συντρέχουν επιφέρουν απόσβεση της ενοχής, και ενός άλλου λόγου. Και τέτοιος είναι η κατ' επιταγή του νόμου (αρθρ. 87 ν.δ. 1923) ενεργούμενη δημόσια κατάθεση.
Και με τον τρόπο αυτό αποκτά κύρος και νοηματικό περιεχόμενο η δημόσια κατάθεση του άρθρου 87 παρ. 1 του ν.δ. 1923. Διαφορετικά, εν λόγω κατάθεση θα πάσχει ακυρότητα, η οποία καθιστά και την εξάρτηση της απόδοσης της από δικαστική απόφαση (88 παρ.1) ως άνευ αντικειμένου.
Δ. Το υποχρεωτικό ή μη της δημόσιας καταθέσεως
Ι.
Η δημόσια κατάθεση του άρθρου 87 § 1 του ν.δ. 1923
συνιστά δικαίωμα ή υποχρέωση της τράπεζας;
Το ερώτημα το οποίο ανακύπτει στην προκειμένη περίπτωση και το οποίο εδίχασε τη θεωρία, συνίσταται στο αν η δημόσια κατάθεση του άρθρου 87 περ. 1 του ν.δ. του 1923, συνιστά δικαίωμα ή υποχρέωση της τραπέζης, υποστηριχθεισών και των δύο απόψεων.
Έτσι, κατά μία άποψη, όταν υποβάλλεται θετική δήλωση, η Τράπεζα αποκτά, δυνάμει του άρθρου 87 "δικαίωμα "14 ή "ευχέ ρεια "15 ή "δ υ ν α τ ό τ η τ α "16 να προβεί σε δημόσια κατάθεση του κατασχεθέντος (οι αραιογραμμίσεις δικές μας).
Διαμετρικά αντίθετη είναι η άποψη, η οποία ομιλεί, και ορθώς κατά τη γνώμη μας, για "υποχρεώσεις" της Τράπεζας να προβεί σε δημόσια κατάθεση του κατασχεθέντος στα χέρια αυτής της τρίτης. Η εν λόγω άποψη στηρίζεται στην ακόλουθη σκέψη: "Εφ' όσον (σ.σ. λέει) γίνεται δεκτή η διατήρηση των διατάξεων των άρθρων 87 επ. του ν.δ. του 1923 σε ισχύ, η δημόσια παρακατάθεση του ποσού που κατασχέθηκε φαίνεται να αποτελεί στην πραγματικότητα για την τράπεζα υποχρέωση και όχι ευχέρεια δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 87 παρ. 1 του ανωτέρω ν.δ., η άλλη "δυνατότητα" που έχει η Τράπεζα είναι να ζητήσει από το δικαστήριο την άρση της κατασχέσεως"17.
II.
H θέση μας
Καταρχάς πρέπει να ειπωθεί ότι δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει κανείς με την αμέσως ανωτέρω εκτεθείσα άποψη (Ταμαμίδη) κατ' αποτέλεσμα.
Είναι αληθές, ότι η απάντηση στο ερώτημα περί του υποχρεωτικού ή μη της δημοσίας καταθέσεως εκ μέρους της τραπέζης απορρέει εξ αυτής της ίδιας της διατάξεως του άρθρου 87 και της τελολογικής εντάξεως αυτής στο καθιερούμενο ειδικότερο δικονομικό σύστημα, το οποίο διέπει την κατάσχεση στα χέρια των τραπεζών ως τρίτων του κατασχεθέντος (αρθρ. 87 εττ. ν.δ. του 1923).
Κατά τη γνώμη μας, ο νομοθέτης, ναι μεν στο άρθρο 87 παρ. 1, αναφέρει ότι ο δανειστής "δικαιούται", πλην όμως αυτό (το δικαίωμα) αναφέρεται στη διάζευξη του άρθρου 87, το οποίο ορίζει: "η εταιρεία δικαιούται (το αραίωμα δικό μας) είτε να κατάθεση τα κατασχεθέντα δικαστικώς είτε να αιτήσηται παρά του Προέδρου την άρσιν της κατασχέσεως". Εκ των δύο μελών της προπαρατεθείσης διαζευτικής διατάξεως, περιοριζόμαστε στο πρώτο εξ αυτής, δοθέντος ότι το δεύτερο θεωρείται, κατ' ορθή άποψη, ότι έχει καταργηθεί, ή εν πάση περιπτώσει, ότι παρέχεται στην Τράπεζα δικαίωμα να επιδιώξει την άρση της κατασχέσεως, μόνον όταν προέβη σε αρνητική δήλωση18, περί του οποίου δεν πρόκειται.
Αντίθετα, επί θετικής δηλώσεως ο νόμος δεν αφήνει στην Τράπεζα περιθώρια άλλης επιλογής, ει μη μόνον να προβεί σε δημόσια κατάθεση του κατασχεθέντος.
Με άλλα λόγια η τράπεζα δεν έχει δικαίωμα να αρνηθεί την κατάθεση στο Τ.Π.& Δ., στο οποίο ως γνωστόν κατά τον νόμο (ΑΚ 431) ενεργείται, αποκλειστικά, η δημόσια κατάθεση προς απόσβεση ενοχής, όπως συμβαίνει και στην προκειμένη περίπτωση, που όπως έχει αναφερθεί ήδη, η δημόσια κατάθεση γίνεται με σκοπό την απόσβεση της ενοχής ("... απαλλασσόμενης της Τραπέζης πάσης ευθύνης προς τε τον κατάσχοντα και τον δικαιούχο").
Και υπ' αυτή και μόνο την έννοια η δημόσια κατάθεση, η προβλεπόμενη στο άρθρο 87 του ν.δ. του 1923 καθίσταται υποχρεωτική.
Η Τράπεζα δηλαδή δεν έχει το εκλεκτικό δικαίωμα να μην προβεί στην δημόσια κατάθεση, περί της οποίας πρόκειται, να καταθέσει τα κατασχεθέντα σε ειδικό παρ' αυτή λογαριασμό.
Εάν ο νομοθέτης είχε την πρόθεση για κάτι τέτοιο, θα το δήλωνε ρητά, όπως ακριβώς έπραξε στην αμέσως επόμενη διάταξη του άρθρου 87, με την οποία παρεσχέθη στην Εθνική Τράπεζα, το προνομιακό δικαίωμα να καταθέσει τα κατασχεθέντα "παρ' αυτή κατά τους όρους των εις πρώτην ζήτησιν αποδοτέων καταθέσεων".
Ε. Δικαστική απόφαση (άδεια)
για την ανάληψη του κατατεθέντος δημοσίως,
καθ' ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητα,
ένδικα μέσα
Ι.
Δικαστική απόφαση
Σύμφωνα με το άρθρο 88 παρ. 1 του ν.δ. του 1923 "Η ανάληψις των, κατά το προηγούμενον άρθρον, καταθέσεων γίνεται μόνον με άδεια του Προέδρου".
Όπως έχει αναφερθεί ήδη, η Τράπεζα στα χέρια της οποίας γίνεται κατάσχεση καταθέσεων, υποχρεούται να καταθέσει τα κατασχεθέντα δικαστικώς (δημόσια κατάθεση) δηλ. στο Τ.Π.&Δ.
Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 88 παρ. 1 "1. Η ανάληψις των κατά το προηγούμενον άρθρον καταθέσεων γίνεται μόνον αδεία του Προέδρου".
Όπως γίνεται αντιληπτό η διάταξη του άρθρου 88 του ν.δ. 1923 καθίδρυε αρμοδιότητα του Προέδρου, και ως τέτοιος κατά τον ορισμό του άρθρου 2 § 6 του ιδίου ν.δ/τος, νοείται ο Πρόεδρος Πρωτοδικών.
Μετά την εισαγωγή όμως του Κ.Πολ.Δ. και σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., αντί του Προέδρου Πρωτοδικών, είναι αρμόδιο είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο, δικάζοντος κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων".
Με άλλα λόγια καθ' ύλην αρμόδιο δικαστήριο, προς το οποίο πρέπει να απευθύνεται η σχετική αίτηση, είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο, το οποίο θα την εκδικάσει κατά την διαδικασία των άρθρων 686 του Κ.Πολ.Δ.
ΙΙ.
Η παθητική νομιμοποίηση στη δίκη
επί της αιτήσεως περί παροχής αδείας
για την ανάληψη των Δημοσίως κατατεθέντων
(άρθρο 88 § 1 ν.δ. 1923)
Γενικά
α) Στο ερώτημα ποιοι νομιμοποιούνται παθητικά στη δίκη επί της αιτήσεως περί παροχής αδείας, για την ανάληψη των δικαστικώς κατατεθέντων, οι απόψεις της νομολογίας, κυρίως, δεν είναι σύμφωνες.
Πράγματι, από μία πλειάδα αποφάσεων, γίνεται δεκτό ότι "το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (εφεξής Τ.Π.Δ.) ως απλό όργανο φυλάξεως των παρακατατεθειμένων σ' αυτό κατασχεθέντων και νομικώς κωλυόμενο να τα αποδώσει, παρά μόνο μετά τη χορήγηση της περί ής ο λόγος δικαστικής αδείας, σύμφωνα με τον εκ μέρους της Τράπεζας (Παρακαταθέτης - εντολέας) τεθέντα κατά τη σύσταση της παρακαταθήκης σχετικό όρο δεν νομιμοποιείται παθητικά στη δίκη αυτή"19.
β) Διαμετρικά αντίθετη είναι η επί του προκειμένου ερωτήματος θέση άλλης μερίδας της νομολογίας. Πράγματι το Εφετείο έκρινε ότι "η σχετική αίτηση στρέφεται κατά μόνου του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων", το οποίο με δικαστική διαταγή θα υποχρεωθεί εις απόδοσιν των κατασχεθέντων. Γίνεται δηλαδή δεκτό από μερίδα της νομολογίας ότι η Τράπεζα και ο καθ' ού η εκτέλεση οφειλέτης δεν νομιμοποιούνται παθητικώς, ενώ, όσον αφορά στο Τ.Π.Δ. έκρινε ότι μόνο κατ' αυτού πρέπει να στραφεί η αίτηση.
Και κατά τη νομολογία του Εφετείου Αθηνών20 "η Τραπεζική ανώνυμη εταιρεία απαλλασομένη δια της καταθέσεως έναντι του δικαιούχου ευθύνης, δεν νομιμοποιείται παθητικώς, αλλά η σχετική αίτηση στρέφεται κατά μόνου του Τ.Π.Δ., το οποίο με δικαστική διαταγή θα υποχρεωθεί εις απόδοσιν των κατασχεθέντων".
ΙΙΙ.
Εφαρμοστέα διαδικασία
Η καθ' ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητα
1. Εφαρμοστέα διαδικασία και καθ' όλην αρμοδιότητα
Ο καθορισμός της εφαρμοστέας διαδικασίας, καθώς και του καθ' ύλην αρμοδίου δικαστηρίου προκύπτει από αυτές τις ίδιες διατάξεις των άρθρων 88 και 1 παρ. 6 του νομοθετικού διατάγματος του 1923, σε συνδυασμό και με το άρθρο 3 παρ.2 Εις. Ν.Κ.Πολ.Δ.
Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 88 παρ.1 "Η ανάληψις των κατά το προηγούμενο άρθρο κατατεθέντων γίνεται μόνον αδεία του Προέδρου"
Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν.δ. του 1923:
"Ως πρόεδρος νοείται ο Πρόεδρος Πρωτοδικών". Τέλος, το άρθρο 3 παρ. 2 του Εις.Ν.Κ.Πολ.Δ. ορίζει:
"2. Στις περιπτώσεις που διατάξεις νόμου παραπέμπουν στην αρμοδιότητα του Προέδρου Πρωτοδικών, από της Εισαγωγής του Κ.Πολ.Δ. είναι αρμόδιο το Μονομελές Πρωτοδικείο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. Κ.Πολ.Δ.".
Συνακόλουθα, το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο δέον να απευθυνθεί η σχετική αίτηση, είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο, το οποίο θα εκδικάσει την αίτηση σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ., δηλ. με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.21
2. Τοπική αρμοδιότητα
Όσον αφορά στον καθορισμό του κατά τόπον αρμόδιου δικαστηρίου, κρίσιμη είναι η γενική δωσιδικία της τράπεζας - τρίτης (Πρβλ. άρθρο 986 ΚΠολΔ), κατά της οποίας, όπως υποστηρίζεται22 από τη θεωρία και από μερίδα της νομολογίας, στέφεται υποχρεωτικώς η αίτηση, ενώ σε περίπτωση, κατά την οποία, στη δημόσια κατάθεση προέβη υποκατάστημα της Τράπεζας, δωσιδικία έχουν τα δικαστήρια στην περιφέρεια των οποίων υπάγεται τούτο (άρθρο 25 παρ.2 ΚΠολΔ).
Κατ' άλλη πάλι άποψη, η τράπεζα δεν νομιμοποιείται παθητικώς στη σχετική δίκη, που έχει ως αντικείμενο την ανάληψη των κατασχεθέντων και δημοσίως κατατεθέντων, αλλά η σχετική αίτηση "στρέφεται κατά μόνου του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων", το οποίο με δικαστική διαταγή θα υποχρεωθεί εις απόδοση των κατασχεθέντων.23
Και κατά τη δεύτερη αυτή ερμηνευτική εκδοχή, εφαρμόζοντας την αυτή, με την εις την πρώτη, ως άνω περίπτωση εφαρμοσθείσα, συλλογιστική, θα πρέπει να δεχθούμε ότι, και στην περίπτωση αυτή, αρμόδιο κατά τόπο δικαστήριο είναι αυτό που βρίσκεται στην έδρα της Κεντρικής Υπηρεσίας του Ταμείου, στην οποία τυχόν έλαβε χώρα η δημόσια κατάθεση των κατασχεθέντων. Ενώ, σε περίπτωση κατά την οποία η δημόσια κατάθεση ενεργείται στα υποκαταστήματα του Ταμείου ή στα κατά τόπους γραφεία παρακαταθηκών, δωσιδικία, έχουν τα δικαστήρια, στην περιφέρεια των οποίων υπάγονται αυτά. Η άποψη αυτή, θεωρούμε ότι υποκρύπτει πολλούς ποικίλους και σοβαρούς προβληματισμούς. Γι' αυτό θεωρούμε ως την μάλλον ορθή, την άποψη που δέχεται ότι το Τ.Π.Δ. δεν νομιμοποιείται παθητικώς.
3. Ένδικα μέσα
Ένα άλλο, αρκετά σοβαρό ζήτημα, είναι το σχετιζόμενο με τη δυνατότητα ή μη της ασκήσεως ενδίκων μέσων, κατά της αποφάσεως, η οποία εκδίδεται επί της αιτήσεως παροχής της προβλεπόμενης στο άρθρο 88 παρ.1 του ν.δ. του 1923 αδείας,24 η οποία εντάσσεται στα ρυθμιστικά μέτρα.
Το ζήτημα απασχόλησε ζωηρά τη θεωρία και τη νομολογία.
Έτσι, κατά μία άποψη25 "η εν λόγω απόφαση, δεν υπόκειται σε έφεση και αναίρεση, διότι με αυτήν, λαμβάνεται ρυθμιστικό μέτρο26 εκτελέσεως και ως εκ τούτου εφαρμογή έχει και εδώ ο κανόνας του άρθρου 699 Κ.Πολ.Δ. περί αποκλεισμού των ενδίκων μέσων. Η άποψη αυτή, εκτός του ότι ικανοποιεί δεόντως την ανάγκη για ταχεία εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων, ενισχύεται και από το ότι με το άρθρο 52 αριθμ. 3 του Εισ.Ν. του ΚΠολΔ καταργήθηκε ρητώς η διάταξη του άρθρου 94 του ν. δ/τος του 1923, που προέβλεπε τη δυνατότητα ασκήσεως εφέσεως και κατά των κατ' άρθρο 88 του ιδίου διατάγματος εκδιδομένων αποφάσεων περί χορηγήσεως αδείας αναλήψεως των κατασχεθέντων".
Σε πλήρη αντίθεση με την πιο πάνω άποψη, το Εφετείο27 έκρινε, ως ακολούθως:
"Εν όψει του ότι η αίτηση δεν εισάγει προς διάγνωση γνήσια υπόθεση ασφαλιστικών μέτρων, αλλά με αυτή τ έ μ ν ε τ α ι η δ ι α φ ο ρ ά (σ.σ. η αραιογράμμιση δική μας), η δε από το άρθρο 88 του ν.δ. 23/17-7-1923 παραπομπή στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 3 παρ.2 Εις.Ν.Κ.Πολ.Δ) γίνεται, για την ανάγκη της ταχείας επίλυσης της διαφοράς, παραδεκτώς εκκαλείται η προσβαλλόμενη απόφαση, μη εφαρμοζομένης της διατάξεως του άρθρου 699 ΚΠολΔ που εκφράζει τον κανόνα".
4.
Η δική μας θέση
Όπως γίνεται αντιληπτό η απόφαση δέχεται ότι η αίτηση δεν εισάγει εδώ διάγνωση, αλλά με αυτή "τέμνεται η διαφορά". Και το ερώτημα που εύλογα ανακύπτει, εν προκειμένω, είναι η ανεύρεση της έννοιας της διαφοράς.
Κατά τα διδασκόμενα, όταν οι έννομες σχέσεις κάπου διαταράσσονται και ζητείται από το δικαστήριο να προβεί στην αυθεντική (δηλ. με δύναμη δεδικασμένου) διάγνωσή του (δηλ. τη διάγνωση των σχετικών δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων) τότε δημιουργείται διαφορά.28 Ή σύμφωνα με άλλο ορισμό, ως διαφορά χαρακτηρίζεται η δυσαρμονία μεταξύ του περιεχομένου του δικαιώματος και της πραγματικής καταστάσεως.29
Και τελικά, ως διαφορά χαρακτηρίζεται το αίτημα "διαγνώσεως" ή "εξασφαλίσεως" (ασφαλιστικά μέτρα) ή πραγματώσεως (αναγκαστική εκτέλεση) δικαιώματος.30
Εξ αυτών η διάγνωση και η αναγκαστική εκτέλεση πραγματώθηκαν με την απόκτηση τίτλου εκτελεστού. Γι' αυτό και δεν είναι νοητό να γίνεται λόγος περί εξασφαλίσεως δηλ. περί ασφαλιστικών μέτρων.
Όπως προκύπτει από τ' ανωτέρω εκτεθέντα, η κρίση του δικαστηρίου ότι, με την παροχή της αδείας του άρθρου 88 τέμνεται η διαφορά, δεν βρίσκουν έδαφος εφαρμογής σε καμιά από της ανωτέρω περιπτώσεις. Γι' αυτό ορθά υποστηρίζεται ότι, στην περίπτωση του ρυθμιστικού μέτρου, περί του οποίου πρόκειται, είναι ανεπίτρεπτη η άσκηση ενδίκων μέσων, με το σκεπτικό ότι ο αποκλεισμός των ενδίκων μέσων απορρέει από την ίδια τη φύση του εν λόγω ρυθμιστικού μέτρου".31
Ζ'. Η ισχύς του άρθρου 90 ν.δ. 1923
1.
Οι διάφορες απόψεις που διατυπώθηκαν
Απασχόλησε τη θεωρία το θέμα της ισχύος του άρθρου 90 του ν.δ. 1923, υποστηριχθεισών των ακολούθων δύο απόψεων, ήτοι:
α) Κατά μία γνώμη, η παραπάνω διάταξη του άρθρου 90 δεν καταργήθηκε, ούτε με τον Εισ. Ν. Κ.Πολ.Δ., ούτε πολύ περισσότερο, με το άρθρο 24 του ν. 2915/2001 και ως εκ τούτου εξακολουθεί να ισχύει.
Η εν λόγω άποψη στηρίζεται στο εξ αντιδιαστολής επιχείρημα το συναγόμενο από το άρθρο 52 § 3 ΕισΝ.Κ.Πολ.Δ.
Πράγματι, το άρθρο 52 § 3, που μόλις προαναφέρθηκε, κατάργησε ρητά τις διατάξεις των άρθρων 60,63 92 και 94 του ν.δ. του 1923, που αφορούσαν την αναγκαστική εκτέλεση επί ενεχύρου και υποθήκης. Εξ αντιδιαστολής λοιπόν προκύπτει ότι, οι λοιπές δικονομικές διατάξεις, όπως και η διάταξη του άρθρου 90, διατηρήθηκαν σε ισχύ, ως μη ερχόμενες σε αντίθεση με τον Κ.Πολ.Δ. (άρθρ.1).32
β) Από άλλη πάλι άποψη, γίνεται δεκτό ότι το άρθρο 90 δεν ισχύει. Και τούτο γιατί από το 1923 μέχρι σήμερα επήλθε μεταβολή των τεχνολογικών συνθηκών για την εισαγωγή του συστήματος on line και επομένως "ανατροπή του νομοθετικού θεμελίου", ήτοι της ratio legis της ως άνω διατάξεως.33
Την άποψη αυτή αδυνατούμε να τη συμμερισθούμε, για το λόγο ότι προσκρούει ευθέως, στη σαφή και ρητή διάταξη του άρθρου 90 του ν.δ. 1923 και συνεπώς τυχόν παραδοχή της, θα οδηγούσε σε contra legem ερμηνεία.
Σαφή, εμπεριστατωμένη, αλλά και αφοπλιστική, θα έλεγε κανείς, απάντηση, όσον αφορά στο σύστημα on line, δίνεται από μερίδα της επιστήμης.34
Από την προηγηθείσα ανάλυση προκύπτει ότι, η μέν άποψη περί εφαρμογής του άρθρου 90, έχει ως έρεισμα την ανεπάρκεια των τεχνολογικών μεθόδων, της τότε εποχής, οι οποίες καθιστούσαν δυσχερή την ανεύρεση, κατάθεσης του οφειλέτη σε άλλο υποκατάστημα.
Αντίθετα, η γνώμη περί καταργήσεως της επίμαχης διάταξης, στηρίζεται στην επάρκεια (σήμερα) των τεχνολογικών μεθόδων. Ανεξάρτητα πάντως από την παραδοχή ή μη της μιας ή της άλλης απόψεως, εκείνο το οποίο πρέπει να επισημανθεί, είναι το γεγονός ότι, καμία από τις ως άνω δύο αντικρουόμενες απόψεις δεν έχει επαρκή και πειστική θεμελίωση της απόψεως περί καταργήσεως ή μη της επίμαχης διάταξης.
Για το λόγο αυτό. θεωρούμε πολύ εύστοχη την παρατήρηση ότι "οι νόμοι ούτε δημιουργούνται, ούτε καταργούνται αυτομάτως, δια της μεταβολής των τεχνολογικών μεθόδων".35
Στα χέρια ποίου πρέπει να επιβάλλεται η κατάσχεση; Στο υποκατάστημα της Τράπεζας, στο οποίο υφίσταται η κατάθεση του καθ' ού η εκτέλεση ή στην Κεντρική Διοίκηση του Νομικού προσώπου της Τράπεζας;
Το ζήτημα ρυθμίζεται νομοθετικά από το άρθρο 90 του ν.δ. του 1923, το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ, με το εξ αντιδιαστολής επιχείρημα, το συναγόμενο από το άρθρο 52 παρ.3 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ.
Το άρθρο 90 του ν.δ. 1923, που προαναφέρθηκε ορίζει:
"Εάν η εταιρεία έχει υποκαταστήματα εν Ελλάδι, κατάσχεσις εις χείρας αυτής επιτρέπεται μόνον παρά τω καταστήματι ή τω υποκαταστήματι,36 ένθα υφίσταται η κατάθεσις ή άλλη οφειλή προς τον καθ' ού η κατάσχεσις. 2. Εάν η εταιρεία έχει υποκαταστήματα και εν τη αλλοδαπή, η εν Ελλάδι κατάσχεσις δεν περιλαμβάνει και τας εν τη αλλοδαπή οφειλάς".
Απασχόλησε τη θεωρία το ζήτημα, αν επί κατασχέσεως τραπεζικών καταθέσεων ιδιωτών, η επιβολή αυτή, - προκειμένου να επέλθουν τα έννομα αυτής αποτελέσματα - θα πρέπει να γίνει στο συγκεκριμένο υποκατάστημα της Τράπεζας, στο οποίο υφίσταται η κατάθεση ή μπορεί, αντί του υποκαταστήματος, να γίνει στην κεντρική διοίκηση, δηλ. εκεί όπου έχει την έδρα του το νομικό πρόσωπο της Τράπεζας;
Το ίδιο πρόβλημα ανακύπτει και στην περίπτωση που TO κατασχετήριο επιδίδεται σε υποκατάστημα, διάφορο εκείνου στο οποίο υφίσταται η κατάθεση.
Η απάντηση στα πιο πάνω ερωτήματα συνέχεται με τη νομική φύση της σχέσεως που συνδέει το "Κατάστημα" με το "Υποκατάστημα", στην οποία με συντομία προερχόμαστε.
Κατ' αρχήν πρέπει να ειπωθεί ότι "το υποκατάστημα δεν συμπίπτει προς το "κατάστημα", δηλ. την Κεντρική εγκατάσταση και διοίκηση εις ην υπάγεται".37
Η έννοια του υποκαταστήματος ανωνύμου εταιρείας, συμπίπτει προς τη διαρκή άσκηση αυτοτελούς εμπορίας σε ένα σταθερό τόπο, που βρίσκεται εκτός της έδρας της Εταιρείας.38
Κατά τους θεωρητικούς, το υποκατάστημα πρέπει να συνιστά την επιχειρηματική προέκταση του Κεντρικού Καταστήματος.39
Επίσης; κατά τη διδασκαλία; το υποκατάστημα δεν αποτελεί "ίδιον νομικόν πρόσωπον".40 Η νομική σημασία του υποκαταστήματος, ως τόπου ασκήσεως εμπορία διαφόρου και της κεντρικής εγκαταστάσεως και των άλλων υποκαταστημάτων, ενδιαφέρει και από την άποψη της κατασχέσεως χρημάτων κ.λπ. μόνο παρά "τω καταστήματι ή υποκαταστήματι παρ' ω υφίσταται η κατάθεσις".41
Ακόμη κατά το άρθρο 90 του ν.δ. 1923 επιτρέπεται η κατάσχεση της "κατάθεσης" ή "οφειλής" της Τράπεζας προς το καθ' ού η κατάθεση.
Ποια είναι όμως η έννοια των καταθέσεων ή οφειλών;
Σύμφωνα με το άρθρο 2 § 1 του ν. 2076/1992", "για την ανάληψη και άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων", ή δραστηριότητα της Τραπέζης συνίσταται στην αποδοχή καταθέσεων χρημάτων ή άλλων αξιών ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό.
Οι καταθέσεις λοιπόν και οι οφειλές της Τράπεζας προς το κοινό αποτελούν αντικείμενο των τραπεζικών εργασιών, και συγχρόνως αποτελούν και αντικείμενο της κατασχέσεως.
2.
Συγκριτική εκτίμηση
Σχετικά με τις κατά τα άνω υποστηριχθείσες απόψεις, παρατηρητέα τα ακόλουθα:
Κατά μία ερμηνευτική εκδοχή, η οποία βρίσκει έρεισμα στο νόμο (άρθρο 90), η επίδοση του κατασχετηρίου στην Κεντρική Διοίκηση της Τραπέζης, δηλ. εκεί όπου έχει την έδρα του το νομικό πρόσωπο της Τραπέζης, οδηγεί σε ανυπόστατη κατάσχεση.
Η ως άνω θέση της θεωρίας, δηλ. ότι η επίδοση του κατασχετηρίου στην Κεντρική διοίκηση της Τραπέζης, αντί να γίνει στο Υποκατάστημα, στο οποίο υφίσταται η κατάθεση, θα μπορούσε να γίνει δεκτή, λένε οι επιστήμονες,42 μόνο με βάση την αντίληψη ότι το κατάστημα ή υποκατάστημα λαμβάνει τη θέση του τρίτου.
Τούτο, καταρχήν, είναι ορθό. Γιατί σε μια τέτοια περίπτωση, από την κατάσχεση που επιβάλλεται στα χέρια της Κεντρικής Διοίκησης, λείπει ένα από τα (δύο) βασικά εννοιολογικά στοιχεία της κατασχέσεως, δηλ. ο τρίτος, άνευ του οποίου κατάσχεση στα χέρια τρίτου δεν δύναται να υπάρχει.43
Η αντίληψη όμως αυτή θεωρείται εσφαλμένη, αφού το κατάστημα ή υποκατάστημα δεν αποκτά νομική προσωπικότητα.44
Βέβαια, είναι αλήθεια ότι, κατά τα διδασκόμενα στο χώρο του Εμπορικού, κυρίως, δικαίου, η Ανώνυμος εταιρία αποτελεί "ίδιον νομικό πρόσωπο".Αν δε έχει υποκαταστήματα, έκαστο υποκατάστημα δεν αποτελεί αυθύπαρκτο νομικό πρόσωπο.45
Στην προκειμένη όμως περίπτωση το ζήτημα της αυτοτέλειας του Υποκαταστήματος, ρυθμίζεται διαφορετικά. Πράγματι, επί ανωνύμων εταιρειών, όπως είναι και οι Τράπεζες, που διέπονται από το ν.δ. της 17 Ιουλίου - 13 Αυγούστου 1923 και σύμφωνα προς το άρθρο 90, που διατηρήθηκε σε ισχύ κατ' άρθρο 52 παρ.3 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., η κατάσχεση στα χέρια αυτών ως τρίτων, εφ'όσον έχουν υποκαταστήματα, γίνεται δι' επιδόσεως του κατασχετηρίου (επί αναγκαστικής) ή της αποφάσεως (επί συντηρητικής) στο κατάστημα ή υποκατάστημα, όπου υφίσταται η κατάθεση ή άλλη οφειλή προς τον καθ' ού η κατάσχεση.46
Προφανώς, με την εν λόγω διάταξη του άρθρου 90 του ν.δ., ο νομοθέτης απέβλεψε στη δημιουργία μιας οιονεί νομικής αυτοτέλειας των Υποκαταστημάτων των Τραπεζών, προς διασφάλιση των συμφερόντων αυτών, συνισταμένων στην εξασφάλιση της εμπρόθεσμης υποβολής δηλώσεως (985 Κ.Πολ.Δ.), στην αποτροπή του κινδύνου διπλής πληρωμής κ.λπ.).47
Ο προσδιορισμός του τρίτου στα χέρια του οποίου επιβάλλεται κατάσχεση (αναγκαστική) (ή συντηρητική), με βάση το ν.δ. 177/13.8.1923 "Περί ειδικών διατάξεων περί ανωνύμων εταιρειών", ρυθμίζεται από το άρθρο 90 του ως άνω διατάγματος και συμπληρωματικά από τις διατάξεις των άρθρων 982 επ. ΚΠολΔ, προς συμπλήρωση τυχόν κενού (αρθρ. 42 § 3 και 53 § 2 ν.δ.1923).
Η έκταση άρσεως του απορρήτου
Τη θεωρία απασχόλησε το ερώτημα, αν η άρση του απορρήτου του άρθρου 24 ν. 2915/2001, αναφέρεται και στις δύο μορφές της κατασχέσεως, δηλ. στην αναγκαστική και στη συντηρητική κατάσχεση. Επί του θέματος τούτου δεν υφίσταται ρητή διάταξη στο νόμο (άρθρο 24 ν. 2915/2001).
Η θεωρία όμως στηριζόμενη στην ευρεία διατύπωση του άρθρου 24, καθώς και στην Εισηγητική Έκθεση του ν. 2915/2001 δίνει καταφατική απάντηση, δηλαδή ότι η άρση του απορρήτου αναφέρεται τόσο στην αναγκαστική, όσο και στη συντηρητική κατάσχεση.
Πράγματι, το άρθρο 24 ν. 2915/2001 ορίζει ότι το απόρρητο παραμερίζεται έναντι του δανειστή που έχει δικαίωμα "κατάσχεσης" της περιουσίας του δικαιούχου κατάθεσης. Όπως γίνεται αντιληπτό, από τη γενικόλογη διατύπωση του νόμου, συνάγεται το εκ της σιγής του νόμου (argumendum e silentio), σε συνάρτηση και με την Εισηγητική Έκθεση του νόμου, όπου γίνεται σαφή και ρητή αναφορά και στις δύο αυτές μορφές κατάσχεσης (αναγκαστική - συντηρητική), ότι στην έννοια του επιτρεπτού της κατασχέσεως Τραπεζικών καταθέσεων περιλαμβάνεται, πέρα από την αναγκαστική και η συντηρητική κατάσχεση48.
Δυνατότητες πληροφόρησης του δανειστή
Απασχόλησε τη θεωρία το εξής ερώτημα:
Η Τράπεζα έχει το δικαίωμα να παράσχει σε δανειστή, απλώς ή αλλιώς σε πρώτη ζήτηση, δηλαδή ανεξάρτητα από την επιβολή ή μη κατασχέσεως εκ μέρους του, πληροφορίες περί των καταθέσεών του.
1. Η άποψη Μάζη 49
Από την άποψη αυτή υποστηρίζεται ότι: "... Είναι επιτρεπτή, πέρα από την κατάσχεση, και η παροχή απλώς πληροφοριών από την Τράπεζα, στο δανειστή εκείνο που έχει τις προϋποθέσεις για την επιβολή κατασχέσεως, πάνω σε υπάρχουσα σ' αυτήν κατάθεση του οφειλέτη του".
Κατά τον συγγραφέα η εν λόγω άποψη βρίσκει στήριγμα όχι μόνο στο επιχείρημα "εκ του μείζονος", αλλά και σ' αυτό το ίδιο το γράμμα της διάταξης, η οποία κάνει λόγο για μη ισχύ του απορρήτου της κατάθεσης "έναντι του δανειστή που έχει δικαίωμα κατάσχεσης και όχι έναντι αποκλειστικά και μόνο έναντι εκείνου που την επιβάλλει...".
2. Η άποψη Γέσιου - Φάλτση50
Κατά τη συγγραφέα του δικαίου της αναγκαστικής εκτελέσεως, οι τράπεζες δεν έχουν υποχρέωση "να απαντούν σε κάθε αίτηση του δανειστή, για την κίνηση των λογαριασμών των καταθετών τους, αν αυτή δεν έχει περιβληθεί τον επίσημο τύπο του κατασχετηρίου εγγράφου και να προκαλέσει δέσμευση της καταθέσεως.
Αντίθετα, θα μπορούσε να αποδειχθεί άστοχη, αν ο οφειλέτης μετέφερε το λογαριασμό του σε άλλο πρόσωπο μετά την υποβολή οποιασδήποτε αιτήσεως που δεν έχει τις συνέπειες της επιδόσεως του κατασχετηρίου.
3. Η άποψη Σπ. Ψυχομάνη51
Κατά την άποψη αυτή, "η τράπεζα δεν έχει υποχρέωση να παράσχει σε δανειστή πληροφορίες σε πρώτη ζήτηση, δηλ. ανεξάρτητα από την επιβολή ή μη κατασχέσεως εκ μέρους του, περί της υπάρξεως ή μη του είδους και της ανεπάρκειας της καταθέσεως του οφειλέτη. Τέτοια υποχρέωση έχει η τράπεζα επί επισπεύσεως αναγκαστικής εκτελέσεως, με επίδοση σ' αυτήν κατασχετηρίου. Τότε μόνο η τράπεζα οφείλει να προβεί, όχι βέβαια σε παροχή πληροφοριών, μη οφειλομένων ούτως ή άλλως πληροφοριών, αλλά σε απάντηση δήλωση, όπως ο νόμος ορίζει".
4. Η άποψη Κοτσίρη52
Ο καθηγητής αναρωτιέται αν η διάταξη του άρθρου 24 ν. 2915/2001 παρέχει το δικαίωμα στο δανειστή να εξαναγκάσει την Τράπεζα να δηλώσει πριν ακόμη επιβάλλει κατάσχεση.
Πλησιέστερη (σ.σ. λέει) διατύπωση είναι η ερμηνεία ότι ο δανειστής δικαιούται να αξιώσει την παροχή πληροφοριών μόνο κατά τον διαγραφόμενο στα άρθρα 982 επ. Κ.Πολ.Δ. τύπο, δηλ. με τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως". Κατά τον συγγραφέα, "η τράπεζα δεν υποχρεούται ούτε και δικαιούται να παράσχει άλλη πληροφορία".
5. Η άποψη Ταμαμίδη53
Ο συγγραφέας, αφού εύστοχα επισημαίνει τη διαφοροποίηση τόσο μέσα στη θεωρία, όσο και μέσα στη νομολογία, θεωρεί την αντίληψη ότι, το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο δεν επιτρέπει την αναγνώριση της Τράπεζας για παροχές πληροφοριών στον δανειστή, ο οποίος δεν προχώρησε στην επιβολή κατασχέσεως εις χείρας της Τράπεζας, ακόμη και αν έχει τα προσόντα (εκτελεστό τίτλο).
Μια τέτοια υποχρέωση δεν μπορεί να θεμελιωθεί ούτε στη διατύπωση του άρθρου 24 ν. 2915/2001, ούτε στο σκοπό του νομοθέτη".
6. Η δική μας άποψη
Όπως προκύπτει από την προηγηθείσα παράθεση των διαφόρων απόψεων, κρατούσα φαίνεται να είναι η άποψη η οποία δέχεται ότι, για την παροχή πληροφοριών από την τράπεζα σε κάθε δανειστή, για την κίνηση των λογαριασμών των καταθετών τους, απαιτείται η προηγουμένη επιβολή κατασχέσεως στα χέρια της ως τρίτης.
Με την άποψη αυτή συμφωνούμε κατ' αποτέλεσμα, όχι όμως και με τις επιμέρους αιτιολογίες.
Κατά τη γνώμη μας, η ερμηνευτική θεμελίωση της απαιτήσεως απορρέει εξ αυτής της ίδιας διατάξεως του άρθρου 24 ν.2915/2001 και της τελολογικής εντάξεως αυτής στο καθιερούμενο ειδικότερο δικονομικό σύστημα, που διέπει την κατάσχεση στα χέρια τρίτου.
Η παραπάνω διάταξη ορίζει ότι το απόρρητο αίρεται έναντι του δανειστή που έχει δικαίωμα κατάσχεσης (σ.σ. αναγκαστικής ή συντηρητικής) της περιουσίας του δικαιούχου κατάσχεσης.
Όμως η κατάσχεση αυτή των Τραπεζικών καταθέσεων, δεν μπορεί να είναι άλλη από την κατάσχεση στα χέρια τρίτου, και τούτο, γιατί συγκεντρώνει τα εννοιολογικά στοιχεία της κατασχέσεως στα χέρια τρίτου, περί της οποίας πρόκειται, όπως αυτά οριοθετούνται από τη θεωρία και τη νομολογία.
Πρόκειται δηλαδή για απαιτήσεις, μη εξαρτώμενες εξ αντιπαροχής και η Τράπεζα, ως οφειλέτης του οφειλέτου του κατασχόντος, ενεργεί στην προκειμένη περίπτωση υπό την ιδιότητα του τρίτου.
Επί της κατασχέσεως, περί της οποίας πρόκειται, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 982 ΚΠολΔ. Επ. μεταξύ των οποίων και το άρθρο 985 του ιδίου Κώδικα, η οποία επιβάλει στον τρίτο (Τράπεζα) την υποχρέωση, όπως μέσα σε οκτώ ημέρες αφότου του επιδοθεί το κατασχετήριο να δηλώσει αν υπάρχει η απαίτηση που κατασχέθηκε στα χέρια του (985.1 ΚΠολΔ). Η εκπλήρωση όμως της υποχρεώσεως αυτής του τρίτου είχε καταστεί ανεπίτρεπτη, λόγω της απαγορευτικής διατάξεως του άρθρου 1 του ν.δ. του 1059/1971, με την οποία επιβαλλόταν το απόρρητο, όσον αφορά την παροχή οποιασδήποτε πληροφορίας, σχετικής με την ύπαρξη ή μη καταθέσεων του καθού η κατάσχεση - γεγονός που διέκοπτε την ομαλή εξελικτική πορεία της κατάσχεσης περί της οποίας πρόκειται.
Ως γνωστόν η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 1 ν.δ. 1059/1971, συνάντησε την καθολική αντίδραση, κατ' αρχήν της θεωρίας και αργότερα και της νομολογίας.
Αυτό ακριβώς το γεγονός, αποτέλεσε τον κύριο και αποκλειστικό σκοπό, ο οποίος εξανάγκασε, ας επιτραπεί η έκφραση, τον νομοθέτη να προέλθει στη θέσπιση της διατάξεως του άρθρου 24 ν. 2915/2001, προκειμένου να παρασχεθεί στον τρίτο η δυνατότητα εφαρμογής / λειτουργίας) του άρθρου 985, έτσι ώστε να μπορεί η Τράπεζα να εξηγηθεί ειλικρινώς περί της υπάρξεως ή μη καταθέσεων του καθού η κατάσχεση, ως επιβάλλει η διάταξη του άρθρου αυτού (985 ΚΠολΔ).
Σύμφωνα όμως με την παράγραφο 1 του άρθρου 985 ΚΠολΔ, ο τρίτος οφείλει μετά από οκτώ ημέρες από της κοινοποιήσεως του κατασχετηρίου σ' αυτόν.
Όπως γίνεται αντιληπτό, η υποβολή δηλώσεως προς παροχή πληροφοριών, περί της υπάρξεως ή ανυπαρξίας της κατασχόμενης απαιτήσεως, προϋποθέτει προϋφισταμένη κατάσχεση.
Τούτο οδηγεί τη σκέψη στο ασφαλές συμπέρασμα ότι ο νόμος, την παροχή οποιασδήποτε πληροφορίας την τοποθετεί μετά την ενέργεια της κατασχέσεως.
Αυτός θεωρούμε, όπως ειπώθηκε, ότι είναι ο σκοπός του νόμου, στη συγκεκριμένη περίπτωση και οποιαδήποτε άλλη ερμηνευτική εκδοχή θα πρέπει να θεωρείται ότι βρίσκεται εκτός του γράμματος και του σκοπού του νόμου.
Συνακόλουθα, θεωρούμε ότι είναι ανεπίτρεπτη η παροχή οποιωνδήποτε πληροφοριών σχετικών με την κίνηση των Τραπεζικών λογαριασμών των οφειλετών της, άνευ προηγουμένης επιβολή κατασχέσεως.
Μερικά για το περιεχόμενο του κατασχετηρίου
σε περίπτωση κατασχέσεως
τραπεζικής καταθέσεως
Το ζήτημα περί του αναγκαίου περιεχομένου του κατασχετηρίου, στην περίπτωση κατασχέσεως τραπεζικής καταθέσεως συνέχεται με το περιεχόμενο του κατασχετηρίου, εξεταζόμενου εξ απόψεως του ΚΠολΔ.
Σύμφωνα με το άρθρο 983 παρ. 1 ΚΠολΔ, το κατασχετήριο54 πρέπει να περιλαμβάνει μεταξύ άλλων, εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου (άρθρ. 118 ΚΠολΔ.)55. Ακριβή περιγραφή του εκτελεστού τίτλου και της απαιτήσεως, βάσει των οποίων γίνεται η κατάσχεση, καθώς και το ποσό για το οποίο γίνεται αυτή.56
Ακόμη το κατασχετήριο θα πρέπει να περιλαμβάνει και καθορισμό της έννομης σχέσεως από την οποία απορρέει η απαίτηση του οφειλέτη - καθ'ού η κατάσχεση κατά του τρίτου εις χείρας του οποίου επιβάλλεται η κατάσχεση"57.
Το ερώτημα το οποίο, ευλόγως, γεννιέται είναι: Τα ανωτέρω μπορούν να εφαρμοσθούν και στην κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων, όσον αφορά στο περιεχόμενο του κατασχετηρίου;
Το περιεχόμενο του κατασχετηρίου, σε περίπτωση κατασχέσεως τραπεζικών καταθέσεων, ρυθμίζεται από το άρθρο 90 του ν.δ. του 1923, που ορίζει τα εξής:
"1. Εάν η εταιρεία έχει και υποκαταστήματα εν Ελλάδι, κατάσχεσις εις χείρας αυτής, ως τρίτης, επιτρέπεται μόνον παρά τω καταστήματι ή υποκαταστήματι, ένθα υφίσταται η κατάθεσις ή άλλη οφειλή προς τον καθ'ού η κατάσχεσις. 2. Εάν η εταιρεία έχει υποκαταστήματα και εν τη αλλοδαπή, η εν Ελλάδι κατάσχεσις δεν περιλαμβάνει και τας εν αλλοδαπή οφειλάς".
Όπως προκύπτει από το κείμενο της διατάξεως του άρθρου 90, που παρατέθηκε, όταν η κατάσχεση επιβάλλεται στα χέρια της Τράπεζας ως τρίτης, ή επίδοση του κατασχετηρίου (983.1), πρέπει να γίνει όχι στην Κεντρική διοίκηση του νομικού προσώπου, αλλά στον διευθυντή του καταστήματος, όπου τηρείται ο λογαριασμός.
Σχετικά με το ζήτημα αυτό η γνώμη των επιστημόνων διΐστανται. Και η διαφωνία τους είναι απότοκος της παραδοχής ή μη, της διατηρήσεως της ισχύος των άρθρων 87 - 94 του ν.δ. του 1923.58
Έτσι, κατά τους υποστηριχτές της γνώμης περί διατηρήσεως της ισχύος του άρθρου 90, το οποίο ως ειδική ρύθμιση κατισχύει της αντιστοίχου διατάξεως του άρθρου 983.1 Κ.Πολ.Δ. ή επίδοση του κατασχετηρίου πρέπει να γίνει στο διευθυντή του υποκαταστήματος, όπου βρίσκεται η κατάθεση και όχι στην Κεντρική διοίκηση.
Στην αντίθετη περίπτωση, λένε, ότι πλήττεται αυτή η ίδια η υπόσταση της κατασχέσεως.59
Οι τα αντίθετα όμως φρονούντες, δηλ. οι υπέρμαχοι της περί καταργήσεως της ισχύος των διατάξεων των άρθρων 87-94 του ν.δ. του 1923, υποστηρίζουν ότι δεν πάσχει η επίδοση του κατασχετηρίου προς την Κεντρική διοίκηση της Τράπεζας.
Ως δικαιολογητικός λόγος της αμέσως πιο πάνω γνώμης προβάλλεται το γεγονός ότι η επίδοση του κατασχετηρίου στο υποκατάστημα και όχι στην Κεντρική διοίκηση, ως προϊόν μιας παρωχημένης αναγκαιότητας, δεν εναρμονίζεται με το σύστημα του Κ.Πολ.Δ.60
Εκτός του υποκαταστήματος, τα λοιπά στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνει το κατασχετήριο είναι:
α. Το είδος του λογαριασμού, όχι όμως, βέβαια και του αριθμού του λογαριασμού ή του ύψους του πιστωτικού υπολοίπου, και
β. την αιτία της οφειλής του τρίτου.
Κατά μία άποψη στην κατάσχεση στα χέρια τρίτου απαιτείται εξειδίκευση στο κατασχετήριο της καταθέσεως που κατάσχεται.61
Το ερώτημα το οποίο ευλόγως ανακύπτει στην προκειμένη περίπτωση είναι, αν η έλλειψη ενός εκ των ανωτέρω στοιχείων συνεπάγεται ακυρότητα της κατασχέσεως.
Το ίδιο θέμα είχε ανακύψει και στην περίπτωση της έλλειψης των εις το άρθρο 983 ΚΠολΔ αναφερόμενων στοιχείων, τα οποία συνιστούν το περιεχόμενο του κατασχετηρίου της κοινής εκτελέσεως (ΚΠολΔ). Είχε δε υποστηριχθεί και μάλιστα είχε κρατήσει, η άποψη ότι, η έλλειψη κάποιου στοιχείου του κατασχετηρίου επάγεται ακυρότητα, απαγγελλόμενη υπό του δικαστηρίου με τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης62.
Επίσης υποστηρίχθηκε ότι η ακυρότητα χωρεί όπου τούτο ρητώς ορίζεται.
Επειδή και στην κατάσχεση στα χέρια της τράπεζας ως τρίτης η παράλειψη κάποιου στοιχείου του κατασχετηρίου δεν τίθεται επί ποινή ακυρότητας, τα ανωτέρω εκτεθέντα εφαρμόζονται mutatis mutandis και στην προκειμένη κατάσχεση. Συνακόλουθα μόνο αν οι ελλείψεις ατέλειες του κατασχετηρίου αυτού προκάλεσαν βλάβη δικονομική, όπως μπορεί να συμβεί, δηλ. να προκαλέσει βλάβη σε τράπεζα, κατ' εξαίρεση όταν πρόκειται για την κατάσχεση μισθών ή συντάξεων, σε κάθε άλλη περίπτωση απαιτείται η ακυρότητα επέρχεται με την συνδρομή του στοιχείου της βλάβης63.
Πολύ εύστοχη η επισήμανση ότι "η εμμονή στην άποψη για την ανάγκη της ακριβούς αναγραφής των παραπάνω στοιχείων του κατασχετηρίου, στοιχεία που δεν είναι κατά κανόνα προσιτά στο δανειστή, θα ματαίωνε στην πράξη τη δυνατότητα της κατάσχεσης εις χείρας της Τράπεζας ως τρίτης".
Με την άποψη της θεωρίας, όσον αφορά στις συνέπειες της παραλείψεως κάποιου στοιχείου του κατασχετηρίου, συντάσσεται απολύτως και η νομολογία.64
1 Βλ. Χρυσόγονο ΝοΒ 51, σελ. 12, Ι. Καστριώτη, στο περιοδικό "Digesta", 2005 σελ. 234.
2 Γέσιου - Φαλτσή, Δ. 37, 454, σημ. 1, όπου και εξαντλητική παράθεση της νομολογίας και θεωρίας.
3 Γέσιου - Φαλτσή, ανάτυπο από τον τιμ. τόμο του Κώστα Μπέη, ως Αίνος της Αττικής διαλεκτικής, 2003, σελ. 2101 (2104) επ.
4 Με τις Τραπεζικές εργασίες ασχολήθηκαν, οι πιο κάτω, ενδεικτικώς αναφερόμενοι, συγγραφείς: Πέρδικας, Εγχειρ. Εμπορ. Δικ., 1960, Εκδ. γ' τομ. Α', παρ. 33 επ. - Λουκόπουλος, Εγχειρ. Εμπορ. Δικ., 1967, σελ. 56 επ. - Αναστασιάδης, Εμπορ. Δικ., 1937, παρ. 289α επ. - Παμπούκης Κ., Τραπεζικαί Εμπορικαί Συμβάσεις, 1962 § 91. - Βουζίκας Ερμ.Α.Κ., Εισαγ. άρθρα 806-809, αρ. 63 επ. - Τσουτρέλλης Ευρυβ. σε Οικον. και Λογιστ. Εγκυκλοπ. τομ. ΣΤ., σελ. 230 επ. - Π. Παυλόπουλος, σε Εγκυκλ. "Πάπυρος Λαρούς - Μπριτάνικα", τομ. 32, σελ. 324 επ.
5 Βλ. Γέσιου - Φαλτσή, ανάλυση από τον τ.τ, του Κώστα Μπέη ως αίνος της Αττικής διαλεκτικής, 2003, σελ. 2101 (2102) επ. σημ. 1.
6 Κατά τον Μάζη, Η κατάσχεση Τραπεζικής κατάθεσης μετά τη θέση σε ισχύ του άρθρου 24 του ν. 2915/2001, ΝοΒ 2002, σελ. 640 "σωστά ο νομοθέτης αναφέρθηκε κατά τρόπο γενικό, με τρόπο ώστε να συμπεριλάβει, προς άρση κάθε αμφιβολίας, και τις καταθέσεις αυτές, αφού με το άρθρο μεν 10 του ν. 1858/1989, που αντικατέστησε το άρθρο 1 του παραπάνω ν.δ. 1059/1971, ορίστηκε ότι στο καθιερωμένο με αυτό ειδικό τραπεζικό απόρρητο υπάγονται "οι κάθε μορφής καταθέσεις". Ενώ αργότερα ορίστηκε ότι στο τραπεζικό απόρρητο υπάγονται "χρηματικές ή άλλες τραπεζικές καταθέσεις" (βλ. άρθρο 27 ν. 1868/89).
7 Γέσιου - Φαλτσή, Ανάτυπο από τον τ.τ Κώστα Μπέη, όπ. σελ. 2101 (2102) επ.
8 Βλ. Για όλα τα ανωτέρω οι συγγραφείς: Γέσιου - Φαλτσή, Δικ. Αν. Εκτ. ΙΙ, παρ. 64, αριθμ. 337 επ.- την ίδια σε τ.τ Κώστα Μπέη, όπ. σελ. 2101 (2102) επ., Καστριώτη, Η κατάσχεσις εις χείρας τρίτου, Α'. 1985, σελ. 124 επ, Μάζη Π., Κατάσχεση Τραπεζικών καταθέσεων, μετά τη θέση σε ισχύ του άρθρου 24 του ν. 2915/2001, ΝοΒ, 2002, σελ. 640 (641), Κουρζιώτη Β., σε Επιστημονική Επετηρ.
Δ.Σ.Θ. 15 (1994), σελ. 228 επ., Μπρίνια, αναγκ. Εκτέλ. Γ', παρ. 444, σελ. 1266, Κουτσούκη Δ., Σε "Συνήγορο", Τραπεζικό απόρρητο, Παυλόπουλος Π., σε Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς, τομ. 32, σελ. 324 επ. - Τσουτρέλλη Εύρυβ. Στην Οικονομ. και Λογιστ. Εγκυκλ. Τομ. ΣΤ', σελ. 230 - Ψυχομάνη, Κατάσχεση των καταθέσεων Αρμ. 2002, σελ. 990, - Ταμαμίδης Αν., Η κατάσχεση των Τραπεζικών καταθέσεων ιδιωτών, 2005, σελ. 41 επ. και τις εκεί υποσημ. όπως και εξαντλητική παράθεση θεωρίας και νομολογίας.
9 Ο Μάζης ό.π. σελ. 641, αναρωτιέται μήπως η εισαγωγή τους σε Τραπεζική κατάθεση, διαφοροποιεί τα πράγματα, όπως θα δούμε πιο κάτω.
10 Το άρθρο 87 του ν.δ/τος 1923, ορίζει:
"1. (ε) αν εγένετο κατάσχεσις χρημάτων ή χρεογράφων παρ1 ανωνύμω εταιρία ως τρίτη ή εταιρία δικαιούται είτε να κατάθεση τα κατασχεθέντα δικαστικώς, ανταλλασσομένη δια της τοιαύτης καταθέσεως πάσης ευθύνης προς τε τον κατάσχεοντα και τον δίκαιούχον, είτε να αιτήσηται παρά του Προέδρου την άρσιν της κατασχέσεως, ην ούτος δύναται να χορήγηση μετά ή άνευ εγγυήσεως.
2. Εάν η κατάσχεσις εγένετο εις χείρας της Εθνικής τραπέζης ως τρίτης, αυτή δικαιούται να κατάθεση τα κατασχεθέντα παρ' αυτή κατά τους όρους των εις πρώτην συζήτησιν αποδοτέων καταθέσεων".
Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 88 "1. Η ανάληψις των κατά το προηγούμενον άρθρον καταθέσεων γίνεται μόνο αδεία του Προέδρου. 2. Η Εθνική τράπεζα, εκτελούσα την απόφαση του Προέδρου, απαλλάσσεται πάσης ευθύνης".
Τέλος, κατά το άρθρο 89 περ. 1 του ν.δ. του 1923 "η δικαστική κατάθεσις γίνεται εττ' ονόματι του δικαιούχου και εάν ούτος απεβίωσεν, επ1 ονόματι των κληρονόμων αυτού, άνευ ρητής αυτών κατονομασίας".
11 Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, "Δίκαιο αναγκαστικής εκτελέσεως", Β', 2001, 879, την ίδια σε τ.τ. Κώστα Μπέη, η κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων πριν και μετά τον ν. 2915/2001, σελ. 2128 επ., σχετικά την ίδια ΝοΒ 2003, 2095 επ. (= Δ. 2002.421 επ.). Κ. Μπέης, "Η συνέχιση των εκκρεμών υποθέσεων κατά τον νέο ΚΠολΔ, εκδ. 1968, 73, τον ίδιο σε ΚΠολΔ "Μπέης-Σταματόπουλος" 2000, άρθρο 52 Εισ.Ν.ΚΠολΔ, Ι. Μπρίνια "Αναγκαστική εκτέλεση", § 444-2 σελ. 1257, Ζαλαχώρη Περ., Η δημόσια παρακατάθεση τραπεζικών καταθέσεων κατασχεμένων εις χείρας των τραπεζών ως τρίτων και η δικαστική άδεια για την ανάληψη τους, Δ. 34.603 (604) επ., Ι. Καστριώτη "Η κατάσχεση εις χείρας τρίτου", Α', 1985, 117, Ψυχομάνη "Τραπεζικό δίκαιο", 1999, 146, πρβλ. όμως τον ίδιο, σε Αρμ.2002, 993 (995), Κοτσίρη και Κουτσούκη, σε Συνήγορος, σ. 263, Ταμαμίδης Αν. "Η κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων ιδιωτών", 2005, 132 και Τσακλίδης/Τσαντίνης Χρον. ί.Δ. 2002, 307 επ.
12 Εφ.Αθ. 938/2004, 2005, 1792 επ. με αντίθετες παρατηρ. Μάζη.
13 ΒΑ. αντί άλλων Γεωργιάδη Απ., Γενικές Αρχές, 1997, § 6, αρ. 14, σελ. 54.
14 Βλπ. Γέσιου-Φαλτσή, Η κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων πριν και μετά τον Ν. 2915/2001, ο.π., σε τιμ.τομ. Κώστα Μπέη, τ. Δ', σελ. 2142, την ίδια σε Δ. 2002, σελ. 421, 454. Όμοια και Ζαλαχώρης Π., σε Δ 34, σελ. 605.
15 Κοτσίρης Λ., Τραπεζικό απόρρητο και κατάσχεση τραπεζικών καταθέσεων, σε τ.τ. Κων. Μπέη, σελ. 2942.
16 Ψυχομάνης, Η κατάσχεση των καταθέσεων, Αρμεν. 2002, σελ. 994.
17 Βλ. Ταμαμίδη Αν., Η κατάσχεση των Τραπεζικών καταθέσεων ιδιωτών, 2005, σελ. 129 (130).
18 Βλ. Ταμαμίδη, ο.π., σελ. 130 και Ζαλαχώρη Π., Δ. 34.605, όπου γράφει: "η προμνησθείσα δικαστική άρση της κατασχέσεως δέον να θεωρηθεί ότι έχει πεδίο εφαρμογής μόνον σε περίπτωση αρνητικής δηλώσεως της Τράπεζας".
19 Βλπ. Μον.Πρ.Αθ. 9274/2002, σε Α.Ταμαμίδη, Η κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων ιδιωτών, 2005, σελ. 127, Μον.Πρωτ.Αθ. 6558/2004, αδημ., Μον.Πρ.Αθ. 4953/2004 αδημ. Η οποία επεκτείνεται η σκέψη της και δέχεται ότι "όλως εξαιρετικώς, εν όψει αποχρώντος λόγου, συντρέχοντος σε συγκεκριμένη περίπτωση, το Ταμείο είναι δυνατόν να καλείται στη δίκη".
Πρέπει να τονισθεί ότι το περιεχόμενο των ανωτέρω αποφάσεων, όπως αυτό παρατίθεται στο κείμενο, συμπίπτει με τα υποστηριζόμενα από τον Π. Ζαλαχώρη, στη Δ. 34.603 (607) επ. Πρβλ. όμως άλλως Ταμαμίδη, ο.π. σελ. 129 επ.
20 Βλ. όμως σχετικώς και τις Εφ. Αθ. 937/2004, Χρ. Ι.Δ. 2004.547 και Εφ.Αθ. 938/2004 αδημ. Σχετικές και οι με αριθμούς 1246/2005 και 1247/2006 αποφάσεις του, οι οποίες εκδόθηκαν επί αναιρέσεως κατά των ως άνω αποφάσεων του Εφετείου Αθηνών.
21 Βλπ. Μον.πρωτ.Αθ. 4953/2004, 4895/2005, 6558/2004, στις οποίες, περαιτέρω, διευκρινίζεται ότι, "αποκλείεται μάλλον εδώ η διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, χάριν της ανάγκης για ταχεία εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων".
22 Βλ. τις παραπομπές της προηγούμενης υποσημειώσεως. Επίσης Ζαλοχώρη Π., ο.π., Δ, 34 606 επ.
23 Εφ.Αθ. 937/2004 και 938/2004
24 Βλπ. Αντί άλλων Μον.Πρωτ.Αθ. 4953/2004, 6558/2004, που έκριναν: "από άποψη συστηματικής ταξινόμησης, πάντως οι σχετικές χορηγούμενες άδειες για την αναζήτηση των κατασχεμένων που έχουν δημόσια παρακατατεθεί ως μη αποτελούσες γνήσιο ασφαλιστικό μέτρο, εντάσσονται αναμφίβολα στα ρυθμιστικά της αναγκαστικής εκτέλεσης μέτρα, που λαμβάνονται κατά κανόνα κατά την ίδια διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων".
25 Βλπ. Ζαλοχώρη Π., Δ. 34. 608 - Ταμαμίδη, Αν. ο.π. σελ. 126, 2006. 242.
26 Για την έννοια των ρυθμιστικών μέτρων της αναγκαστικής εκτελέσεως. Βλπ. Αναλυτικά Απαλλαγάκη, Δ. 34.655 επ.
27 Εφ.Αθ. 938/2004 αδημ. 937/2004, Χρ.Ι.Δ. 2004.547, η οποία κατακρίθηκε σοβαρώς από τον Ταμαμίδη, ο.π. 125/126) και 1041/2005 Εφ. Πειρ. αδημ.
28 Κεραμεύς Κ., Αστικό δικονομικό δίκαιο, σελ. 22, Μπέης Κ., Πολ.Δικ. Ι, iiiβ τ. Ια, σελ. 131, Μητσόπουλος Γ., Πολ.Δικ. τομ. Α', 1972, σελ. 105, και σ. 2 και τις εκεί παραπομπές.
29 Βλπ. Τις παραπομπές της προηγουμένης υποσημειώσεως.
30 Βλπ. Χατζηπροκοπίου..., Πολιτική Δικονομία, τομ. Α', σελ.63.
31 Βλπ. Χ. Απαλλαγάκη, Δ. 34.655, 656 όπου και εκτενή και εμπεριστατωμένη ανάπτυξη της έννοιας των ρυθμιστικών μέτρων της αναγκαστικής εκτελέσεως.
32 Βλπ. Ταμαμίδη Αν., Η κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων ιδιωτών, 2005, 63 και 107 § 108 επ.
33 Τσαντίνης Σ., ο.π. σελ. 310.
34 Βλπ. Ταμαμίδη Αν., Η κατάσχεση των Τραπεζικών καταθέσεων ιδιωτών,
2005, σελ. 113, όπου γράφει: "... η τεχνολογική πρόοδος δεν είναι μάλλον
τόσρ σημαντική όσο πολλές φορές νομίζεται. Ακόμη και σήμερα δεν υπάρχει σε όλες τις Τράπεζες το λεγόμενο πελατοκεντρικό σύστημα, σε ηλεκτρονική μάλιστα on line μορφή...". Όμοια και Τσαντίνης Σπ., ο.π. Χρ. ΙΔ.,2002, σελ. 310 όπου και λεπτομερής και πειστική αντίκρουση της αντίθετης γνώμης γνώμης.
Βλέπετε επίσης, Λ. Κοτσίρη, σε τ.τ. Κώστα Μπέη, σελ. 2940, όπου γράφει ότι: "ή επίμαχη άποψη ακόμα και σήμερα έχει πρακτική εφαρμογή λόγω ατελούς μηχανογράφησης όλων των Ελληνικών Τραπεζών .προς αποφυγή συγχύσεως ονομάτων, επιθέτων κ.λπ.". Και στη συνέχεια γράφει (σελ.2141) ότι "τα συστήματα αυτά διευκολύνουν την επικοινωνία και τη μετακίνηση της πληροφορίας δεν μπορούν όμως να αναιρέσουν την εφαρμογήν ρητών νομοθετικών ρυθμίσεων όπως την του ως άνω άρθρου 90 ν.δ. 1293".
35 Τσατίνης Σπ. Χρ. ΙΔ. 2000, σελ. 306, όπου γράφει: "Σε ένα συντεταγμένο Κράτος δικαίου οι νόμοι κατά κανόνα, ούτε δημιουργούνται ούτε καταργούνται αυτομάτως δια της μεταβολής των τεχνικών, Οικονομικών, κοινωνικών ή άλλων συνθηκών... Η θέση όμως ότι η μεταβολή συνθηκών ή αντιλήψεων οδηγεί άνευ ετέρου σε κατάργηση των διατάξεων που δεν συμβιβάζονται με τις νέες συνθήκες η αντιλήψεις, ούτε ευχερώς θεμελιώνεται, ούτε ακίνδυνη είναι. Κάθε άλλο, η παραδοχή της ισχύος ενός κανόνα με το περιεχόμενο "cessante ratione legis, cessat lexips" το οποίο κατά μετάφραση του συγγραφέα σημαίνει: "Όταν παύσει η αιτία του νόμου, παύει (να ισχύει) ο ίδιος ο νόμος", δημιουργεί δυσεπίλυτα προβλήματα.
36 Βλπ. Γεωργακόπουλος Λέων., Το δίκαιον των εταιρειών, τομ. Β'. Η α.ε., μέρος Α', 1972, σελ. 136.
37 Βλπ. Γεωργακόπουλος Λέων., Το δίκαιον των εταιρειών, τομ. Β'. Η α.ε., μέρος Α', 1972, σελ. 136.
38 Τσικρικάς Δ. ο.π.
39 Τσικρικάς Δ., σε Δ. 30.357(368) και Σούρλος Κ., σε Ε.Ε.Ν. ΙΕ'. Κατά τον Γεωργακόπουλο ο.π., σελ. 137 "Το υποκατάστημα δεν αποτελεί ίδιον νομικόν πρόσωπον, αλλά τμήμα του ενιαίου, ημεδαπού ή αλλοδαπού νομικού προσώπου της εταιρείας".
40 Τσικρικάς Δ., ο.π. και Σούρλος Κ., ο.π.
41 Γεωργακόπουλος Λέων., ο.π.
42 Βλ. Ταμαμίδη, ο.π. σελ. 109, υποσημ. 202, όπου και παραπομπή, σε Τσικρικά Δ., ο.π. σελ. 269, όπου εκθέτει τις εν προκειμένω απόψεις του.
43 Βλπ. Κεραμέα Κ., γνωμ. σε ΝοΒ, 1971, σελ. 1093 (1094).
44 Τσικρικάς Δ., ο.π.
45 Βλπ. Πασσιά, Το δίκαιον της Α.Ε. τομ. Α', τομ. Α', σελ.200, Γεωργακόπουλο Π. Το δίκαιο των εταιρειών, τομ. Β', Ανώνυμος Εταιρία, 1972, σελ.137, Λεβαντή, η άνων. εταιρεία 1983, σελ. 26, με παράθεση νομολογιακού υλικού, επί του θέματος, Σούρλο, σε ΕΕΝ ΙΕ', σελ. 671 εττ., Τσικρικάς Δ., ο.π.
46 Βλπ. Σχετ. Εφ. Ιωάν. 63/1963, Αρχ. Ν. ΙΘ/16 - Πολ.Πρ.Αθ. 8765/75 Επ.Εμπ.Δικ. ΚΣΤ' 593.
47 Βλπ. Σχετ. Καστριώτη Ι., Η κατάσχεσις εις χείρας τρίτου, τομ. Α', 1985, σελ. 122. Ακόμη Ταμαμίδη Αν., ο.π. σελ. 109, υποσημ. 202 και τις εκεί παραπομπές.
48 Βλπ. Γέσιου - Φαλτσή, ο.π. Δ 2002, 421, 423, την ίδια ο.π. Δ. 2003.1177, 1179 την ίδια σε τ.τ. Κ. Μπέη, επ. σελ. 2104 όπου γράφει: "Η εισηγητική έκθεση του νόμου 2915/2001 αναφέρεται ρητά τόσο στην αναγκαστική, όσο και στη συντηρητική κατάσχεση θα πρέπει επομένως να δεχθούμε ότι, με τη διατύπωση "δικαίωμα κατάσχεσης", το άρθρο 24 σκοπεί να καλύψει όχι μόνο την κατάσχεση που στηρίζεται σε έναν από τους εκτελεστούς τίτλους του άρθρου 904 ΚΠολΔ, αλλά και εκείνη που μπορεί να επιβάλλεται ως ασφαλιστικό μέτρο δυνάμει της αποφάσεως των άρθρων 707, 708 ΚΠολΔ, όπως και αυτή του άρθρου 724 § 1 ΚΠολΔ". Όμοια και Π. Μάζης, θέματα αστικού εμπορικού και δικονομικού δικαίου, 2.11, σελ. 267 επ. 274, το ίδιο σε ΝοΒ 2002 σελ. 641, 642 και τις εκεί παραπομπές."
Π. Κοτσίρη, ο.π. τ.τ. Κ. Μπένη, τομ. Δ΄, σελ. 293 επ., Μπέη Κ., ο.π. Δ. 2000, 34, 42. Ταμαμίδη Αν., Η κατάσχεση των Τραπεζικών καταθέσεων ιδιωτών 2005 όπου και εξαντλητική παράθεση νομολογίας και θεωρίας ημεδαπής και αλλοδαπής.
49 Βλπ. Αναλυτικά, Μάζη Π., θέματα αστικού, εμπορικού και δικονομικού δικαίου, τομ. 11, σελ. 267 επ., 275, τον ίδιο σε ΝοΒ 2002, σελ. 642 (643), ο οποίος θεωρεί ότι προκειμένου να γίνει δεκτό σχετικό αίτημα από την τράπεζα, πρέπει να είναι ο δανειστής εφοδιασμένος με όσα έγγραφα και τίτλους θα απαιτούνταν για να επιβάλει κατάσχεση. Όμοια και Βαθρακοκοίλης, αρθρ. 982, αρ. 7.942. Βλπ. Επίσης, Κουτσούκη, σε Κοτσίρη / Τριανταφυλλάκη / Γραμματικά / Κουτσούκη, ό.π. "συνήγορος" 2001. 259. 264.
50 Βλπ. Γέσιου -Φάλτση, Η κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων πριν και μετά τον ν. 2915/2001, σε Δ. 33. 421 (448, 449) επ. είναι υποσημ. 2, όπου και παραπομπή στο Μον.Πρωτ.θεσ/νίκης (Κιουπτσίδου), αδημ. Την ίδια, σε τ.τ. του Κώστα Μπέη, ως αίνος της αττικής διαλεκτικής, 2003, σελ. 2136, υποσ. 127 (ανάτυπο).
51 Σπ. Ψυχομάνη, Η κατάσχεση των καταθέσεων, Αρμεν. 2002. 989 επ.
52 Κοτσίρης Λ., Τραπεζικό απόρρητο και κατάσχεση τραπεζικών καταθέσεων, στον τ.τ. Κώστα Μπέη, ο.π. σελ. 2931 (2918).
53 Ταμαμίδης Av., H κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων ιδιωτών, 2005, σελ. 143, 144, 145.
54 Βλπ. Για τη φύση του κατασχετηρίου ως δικογράφου Γέσιου - Φαλτσή, Δικ. Αν. Εκτ. 11 § 64, αριθ. 146 επ., σελ. 757 επ. και τις εκεί παραπομπές. Ακόμη Ι.Καστριώτη, ο.π. τ. Β', σελ. 373 επ.
55 Βλπ. Νικολόπουλο, σε Κ. Κεραμέα / Δ. Κονδύλη / Ν. Νίκα, Συμπλήρωμα, άρθρο 982 αριθ. 5, σ. 114, Ταμαμίδη Αν., Η κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων ιδιωτών, 2005, σελ. 31, υποσημ. 19 και τις εκεί παραπομπές, ιδίως τις αδημοσίευτες αποφάσεις, Εφ.Αθ. 1371, 1372 και 2438/2004.
56 Βλπ. Ως προς το ποσό για το οποίο επιβάλλεται η κατάσχεση και γενικά για την εξέταση των στοιχείων του κατασχετηρίου, Ι. Καστριώτη, ο.π. 11, σελ. 429 επ.
57 Βλπ. Γέσιου - Φαλτσή Δικ. Αν. Εκτ. 11, § 64, αριθ. 151, σελ. 760, στην ίδια, ο.π. ΝοΒ 2003/2095, 2105, και Ι. Καστριώτη ο.π. τομ. Β' σελ. 424 επ. και τις εκεί παραπομπές.
58 Βλπ. Γέσιου - Φαλτσή, ο.π. σε τ.τ. Κώστα Μπέη, σελ. 2131, όπου επισημαίνει ακόμη ότι στις δικές της ανακοπής διάδικος παραμένει το νομικό πρόσωπο.
59 Βλπ. Περί όλων αυτών αναλυτικά σε Γέσιου - Φαλτσή σε τ.τ. Κώστα Μπέη, σελ. 2131, 2132 , Ψυχομάνη Σπ., Η κατάσχεση των καταθέσεων, Αρμεν. 2002, σελ. 987(991).
60 Γέσιου - Φαλτσή, ο.π., σελ. 2128(2129), όπου γράφει ότι επειδή οι ρυθμίσεις του ν.δ. 1923 θεσμοθετήθησαν ως ειδικό δίκαιο, παράλληλο με την τότε ρύθμιση της Πολ.Δικ. του Maurer, ορισμένες απ' αυτές δεν μπορούν πλέον τώρα να προσαρμοσθούν στον ΚΠολΔ (βλπ. Π.χ. το άρθρο 91). Πράγματι, οι εν λόγω διατάξεις, εξ ορισμού χαρακτηρίζονται ως ειδικές, δοθέντος ότι το ίδιο το ν.δ. ομιλεί περί "ειδικών διατάξεων και περί ανωνύμων εταιρειών", β) Όμοια και Ψυχομάνης Σπ., ο.π. κατά τον οποίο η αναγραφή του υποκαταστήματος της Τράπεζας που βρίσκεται η κατάθεση "ανταποκρίνεται σε μια παρωχημένη πλέον αναγκαιότητα λόγω της τεχνολογικής εξέλιξης των On line συνδέσεων κλπ". Πρβλ. όμως αντιθέτως, Λ. Κοτσίρη, σε τ.τ. Κώστα Μπέη, σελ. 2940, κατά τον οποίο η επίμαχη άποψη ακόμα και σήμερα έχει πρακτική εφαρμογή λόγω ατελούς μηχανογράφησης όλων των Ελληνικών Τραπεζών προς αποφυγή συγχύσεως ονομάτων, επιθέτων κλπ". Και συνεχίζει (ο.π. σελ. 2144) ότι "τα συστήματα αυτά διευκολύνουν την επικοινωνία και τη μετακίνηση της πληροφορίας, δεν μπορούν όμως να αναιρέσουν την εφαρμογή ρητών νομοθετικών ρυθμίσεων όπως την του ως άνω άρθρου 90 Ν.Δ. 1923".
61 Βλπ. Γέσιου - Φαλτσή, Η κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων πριν και μετά το ν. 2915/2001, σε τ.τ. Κώστα Μπέη, σελ. 2132 (2133). Πρβλ. όμως και τον Π. Μάζη, ΝοΒ, 2002, σελ. 652, όπου γράφει: "Πρέπει να αρκεσθούμε σε ό,τι γίνεται δεκτό γενικά, ότι δηλ. πέρα από τη μνεία στο κατασχετήριο του ποσού της κατασχέσεως (983.1), το οποίο όπως ειπώθηκε, θα πρέπει να αντιστοιχεί στο αναγκαίο για την ικανοποίηση του δανειστή που την επιβάλλει - απαιτείται να αναφέρεται σ' αυτό και η αιτία της οφειλής της τράπεζας η έννομη δηλ. σχέση από την οποία προέρχεται. (Φραγκίστα Δ. 1. 198 1) και τίποτε περισσότερο ή λιγότερο.
Τελειώνοντας ο Μάζης εκφράζει την πεποίθηση ότι η νομολογία θα δώσει τις σωστές λύσεις κατά τις περιστάσεις, προσαρμόζοντας σ' αυτές τους ορισμούς του νόμου.
62 Ι. Καστριώτης, ο.π. τ. Β' § 44, σελ. 397 (398) και 201, σημ. 2α.
63 Γέσιου-Φαλτσή ο.π.
64 Για την νομολογιακή αντιμετώπιση του θέματος βλπ. ΤαμαμΙδη Αν, Η κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων ιδιωτών, 2005 σελ. 36 υποσημ. 34 και 35 όπου γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένες (όλες αδημοσίευτες) αποφάσεις των δικαστηρίων της ουσίας.