ΤΟΥΣ ΔΙΝΟΥΝ ΥΨΗΛΟΤΕΡΑ ΕΠΙΤΟΚΙΑ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ, ΤΟΥΣ ΔΑΝΕΙΖΟΥΝ ΦΘΗΝΟΤΕΡΑ ΚΑΙ ΜΕ ΛΙΓΟΤΕΡΑ ΕΞΟΔΑ
Του ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΚΟΤΖΑΜΑΝΗ
Μέχρι και τη δεκαετία του 1970, οι μισθοί στον δημόσιο τομέα ήταν χαμηλότεροι από του ιδιωτικού. Χαρακτηριστική άλλωστε ήταν η θεατρική ατάκα της εποχής που έλεγε ότι «οι δημόσιοι υπάλληλοι εισπράττουν ένα τίποτα, αλλά αυτό το τίποτα το... έχουν εξασφαλισμένο».
Γι' αυτό και οι τελευταίες προσφέρουν εξειδικευμένα πακέτα προϊόντων γι' αυτούς και μάλιστα με σαφώς προνομιακούς όρους! Αιχμή του δόρατος των πακέτων αυτών, οι καταθετικοί λογαριασμοί μισθοδοσίας.
Τους προνομιακούς αυτούς όρους, μάλιστα, δεν έχουν τη δυνατότητα να τους εκμεταλλευθούν μόνο οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι, αλλά και οι τυχόν συνδικαιούχοι των τραπεζικών τους λογαριασμών.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή και ας δούμε το γιατί οι υπάλληλοι του άμεσου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, καθώς και οι συνταξιούχοι, ενδιαφέρουν τόσο πολύ τις τράπεζες.
*Πρώτα απ' όλα, γιατί είναι πολλοί σε αριθμό, ικανοί να διαφοροποιήσουν αισθητά το μερίδιο αγοράς μιας τράπεζας σε συγκεκριμένες κατηγορίες προϊόντων.
*Δεύτερον, γιατί, αν μια τράπεζα καταφέρει να περνάει μέσα από αυτήν η μισθοδοσία υπαλλήλων, εξασφαλίζει σημαντικές καταθέσεις, σε μια περίοδο όπου γίνονται μάχες για την άντληση κεφαλαίων από τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους της Ελλάδας και όχι μόνο. Οσο για τα λειτουργικά έξοδα που προκαλούν αυτές οι πρόσθετες καταθέσεις, είναι πλέον αρκετά περιορισμένα, λόγω και της χρήσης των νέων τεχνολογιών.
Θέλουν πρόσβαση
*Τρίτον, γιατί, αποκτώντας πρόσβαση στους δημόσιους υπάλληλους και τους συνταξιούχους, μια τράπεζα έχει την ευκαιρία να τους προσφέρει και μια σειρά άλλων τραπεζικών προϊόντων στον «χρυσοφόρο» τομέα του retail banking, διευρύνοντας έτσι την κερδοφορία της.
Και κάτι ακόμη, πολύ σημαντικό: Επειδή οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι έχουν εξασφαλισμένο ένα σταθερό μηνιαίο εισόδημα, οι τράπεζες κινδυνεύουν πολύ λιγότερο -κατά μέσον όρο φυσικά- να μην εισπράξουν τα δάνεια που έχουν εκχωρήσει, σε σύγκριση με τους πελάτες πολλών άλλων επαγγελματικών κατηγοριών!
Πολλές λοιπόν τράπεζες προσφέρουν στην αγορά ειδικούς «καταθετικούς λογαριασμούς μισθοδοσίας», μέσω των οποίων προσφέρουν συνήθως ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω προνόμια στους πελάτες τους:
*Υψηλά επιτόκια: Προσφέρονται υψηλότερα επιτόκια σε λογαριασμούς ταμιευτηρίου, μέχρις ενός ορισμένου ποσού κατάθεσης -π.χ. μέχρι τα πρώτα 1.000 ή τα πρώτα 5.000 ευρώ- και συχνά καλύτερα επιτόκια σε σχέση με αυτά που προσφέρονται στο «απλό ταμιευτήριο» για μεγαλύτερα ποσά κατάθεσης.
Ενδεικτικά θα αναφέρουμε τρία παραδείγματα. Η Τράπεζα Κύπρου προσφέρει 5% στις καταθέσεις έως 5.000 ευρώ και 2,35% στο επιπλέον ποσό των 5.000 ευρώ. Η Marfin Egnatia Bank, με τη σειρά της, προσφέρει 6% στα πρώτα 1.000 ευρώ και το επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (4,25% σήμερα) για το υπόλοιπο ποσό. Και, τέλος, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο προσφέρει τον λογαριασμό «Τ.Τ. Μισθοδοσία Plus» επιτόκιο: 5% για τα πρώτα 1.000 ευρώ, 1,2% για την κλίμακα 1.000-10.000 ευρώ, 1,5% για την κλίμακα 10.000-30.000 ευρώ, ενώ για ποσά υψηλότερα των 300.000 ευρώ το επιτόκιο ανέρχεται σε 3,75%.
*Ευκολότερος δανεισμός: Δίνεται η δυνατότητα υπερανάληψης χρημάτων, δηλαδή ουσιαστικά άμεση δυνατότητα δανεισμού χρημάτων και μάλιστα πολύ συχνά με ευνοϊκότερους όρους σε σύγκριση με ένα καταναλωτικό δάνειο ή με το επιτόκιο μιας πιστωτικής κάρτας.
*Μείωση επιτοκίων: Συχνά οι τράπεζες προσφέρουν μειωμένα επιτόκια χορηγήσεων σε προσωπικά, καταναλωτικά και λοιπά δάνεια.
*Διάφορα άλλα προνόμια: Χαμηλότερες ή μηδενικές συνδρομές και λοιπές επιβαρύνσεις για άλλα προϊόντα και υπηρεσίες που ο πελάτης θα αποκτήσει από την ίδια τράπεζα: πιστωτικές κάρτες, έξοδα εξέτασης δανείων ή, ακόμη, μειωμένες προμήθειες στη χρήση θυρίδων, στην αγορά μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων και στις αγοραπωλησίες μετοχών στο χρηματιστήριο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου