Πολλοί δανειολήπτες, που προσέφυγαν στη δικαιοσύνη, δικαιώθηκαν και επέτυχαν την επιστροφή σημαντικών ποσών που είχαν καταβάλει ως πρόσθετους τόκους. Πράγματι, η νομολογία, με πλήθος αποφάσεων, έκρινε καταχρηστικούς και παράνομους τους όρους στεγαστικών δανείων που επιτρέπουν στην τράπεζα να μην ακολουθεί συγκεκριμένα κριτήρια στη διακύμανση του επιτοκίου και να μην αποδίδει στον δανειολήπτη το όφελος από την εφαρμογή των κριτηρίων αυτών, δικαιώνοντας αντίστοιχες αξιώσεις των δανειοληπτών (βλ. ενδεικτικά τις τελεσίδικες
Άλλωστε, ο λόγος που τα μέρη συμφωνούν κυμαινόμενο επιτόκιο σε μία δανειακή σύμβαση συνδέεται με την ανασφάλεια που κυριαρχεί σχετικά με το κόστος του χρήματος. Με το κυμαινόμενο επιτόκιο η μεν τράπεζα διασφαλίζει το σταθερό κέρδος, καθώς μπορεί να ενσωματώνει στο επιτόκιο οποιαδήποτε μεταβολή (αύξηση) στο κόστος του χρήματος για την ίδια, ο δε δανειολήπτης από την πλευρά του, αποδέχεται τον κίνδυνο αύξησης, προσβλέποντας ωστόσο, σε περίπτωση βελτίωσης των όρων χρηματαγοράς, στο όφελος που θα έχει από τη μείωση του κόστους του χρήματος για την τράπεζα. Για να μπορεί να δικαιολογηθεί η αοριστία στο τίμημα του δανείου που εισάγει η συμφωνία για κυμαινόμενο επιτόκιο, θα πρέπει, λοιπόν, να λειτουργεί και προς τις δύο κατευθύνσεις. Αν η τράπεζα είχε το δικαίωμα να αυξάνει το επιτόκιο όταν ακριβαίνει το κόστος του χρήματος για την ίδια, και όχι και να το μειώνει όταν το κόστος του χρήματος καθίσταται φθηνότερο, ο όρος θα διατάρασσε, και μάλιστα σημαντικά, την ισορροπία υποχρεώσεων και δικαιωμάτων σε βάρος του δανειολήπτη και θα ήταν καταχρηστικός. Η μεταβλητότητα του επιτοκίου πρέπει γι’ αυτό να είναι συνδεδεμένη με τους συντελεστές που η τράπεζα οφείλει να συμφωνεί με τον δανειολήπτη για την καταγραφή της μεταβολής του κόστους του χρήματος.
Ωστόσο, στις περιπτώσεις που ο όρος για τη διακύμανση του επιτοκίου είναι καταχρηστικός, δημιουργείται ένα κενό στη σύμβαση ως προς τη διακύμανση του επιτοκίου. Το κενό αυτό καλύπτουν τα δικαστήρια με συμπληρωτική ερμηνεία. Δηλαδή, η συμφωνία για κυμαινόμενο επιτόκιο ισχύει και απομένει πλέον στον εφαρμοστή του δικαίου να συμπληρώσει τη σύμβαση με το εύλογο κριτήριο. Τέτοιο εύλογο κριτήριο, που αντανακλά σαφώς τις συνθήκες της χρηματαγοράς και εκφράζει κατά τον πλέον έγκυρο τρόπο τη βούληση των μερών να συνδέσουν τη διακύμανση του επιτοκίου της σύμβασης με τις εκάστοτε μεταβολές του κόστους του χρήματος στην αγορά, αποτελεί, σε όλες τις αποφάσεις που έχουν εκδοθεί, το Επιτόκιο Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Οι καταβολές του δανειολήπτη επανυπολογίζονται, με το επιτόκιο της σύμβασης να ακολουθεί στις διακυμάνσεις του ισόποσα τις μεταβολές του παρεμβατικού επιτόκιο της ΕΚΤ. Οι αποφάσεις δικαιώνουν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τον τρόπο τις αξιώσεις των δανειοληπτών για επιστροφή των τόκων που κατέβαλαν εξαιτίας της μη αποδοθείσας μείωσης του επιτοκίου.
Πηγή : Σπυρακος-Μουζουράκη Δικηγορική Εταιρεία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου