Πέμπτη, 16 Νοεμβρίου 2006
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις
α) του άρθρου 3 του ν. 1338/1983 (Φ.Ε.Κ. Α/34) όπως αντικαταστάθηκε αντιστοίχως από το άρθρο 65 του ν. 1892/1990 (Φ.Ε.Κ. Α/101)
β) του άρθρου 4 του ν. 1338/1983, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 παρ. 4 του ν. 1440/1984 (Φ.Ε.Κ. Α/70) και τροποποιήθηκε διαδοχικώς με τα άρθρα 7 του Ν. 1775/1988 (Φ.Ε.Κ. Α/101), 31 του ν. 2076/1992 (Φ.Ε.Κ. Α/130), 19 του ν. 2367/1995 (Φ.Ε.Κ. Α/261), 22 του ν. 2789/2000 (Φ.Ε.Κ. Α/21) και 48 του ν. 3427/2005 (Φ.Ε.Κ. Α/312), και
γ) του άρθρου δευτέρου του ν. 2077/1992 (Φ.Ε.Κ. Α/136),
2. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του Κώδικα νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά όργανα, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (Φ.Ε.Κ. Α/98),
3. Την υπ' αριθμ. Δ15/Α/Φ19/4040/27.2.2006 απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Ανάπτυξης «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στους Υφυπουργούς Ανάπτυξης Αναστάσιο Νεράντζη και Ιωάννη Παπαθανασίου»,
4. Την οδηγία 2002/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9ης Δεκεμβρίου 2002 «σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση» (EEEK L 9), προς εναρμόνιση με την οποία εκδίδεται το διάταγμα αυτό,
5. Ότι από την εφαρμογή του παρόντος δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του προϋπολογισμού του Υπουργείου Ανάπτυξης ή του κρατικού προϋπολογισμού ή προϋπολογισμού Ν.Π.Δ.Δ.,
6. Τις υπ' αριθμ. Δ 127/26.5.2006 και Δ 171/29.6.2006 γνωμοδοτήσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας μετά από πρόταση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Δικαιοσύνης και του Υφυπουργού Ανάπτυξης, αποφασίζουμε:
Άρθρο 1
Πεδίο εφαρμογής
(άρθρο 1 της Οδηγίας)
1. Το διάταγμα αυτό ρυθμίζει την ανάληψη και άσκηση δραστηριοτήτων ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης από φυσικά και νομικά πρόσωπα τα οποία είναι εγκατεστημένα ή επιθυμούν να εγκατασταθούν στην Ελλάδα.
2. Οι διατάξεις του διατάγματος αυτού δεν έχουν εφαρμογή σε πρόσωπα που παρέχουν υπηρεσίες διαμεσολάβησης για ασφαλιστικές συμβάσεις, εφόσον οι ακόλουθες προϋποθέσεις συντρέχουν, σωρευτικά:
α) η ασφαλιστική σύμβαση απαιτεί μόνο γνώση της παρεχόμενης ασφαλιστικής κάλυψης,
β) η ασφαλιστική σύμβαση δεν είναι σύμβαση ασφάλισης ζωής,
γ) η ασφαλιστική σύμβαση δεν καλύπτει κανενός είδους αστική ευθύνη,
δ) η κύρια επαγγελματική δραστηριότητα του προσώπου δεν είναι η ασφαλιστική διαμεσολάβηση,
ε) η ασφάλιση είναι συμπληρωματική προς το προϊόν ή την υπηρεσία πού παρέχεται από οποιονδήποτε προμηθευτή, εφόσον η εν λόγω ασφάλιση καλύπτει:
αα) τον κίνδυνο βλάβης, απώλειας, ή ζημίας αγαθών που παρέχει ο προμηθευτής αυτός, ή
ββ) την ζημία ή απώλεια αποσκευών και άλλους κινδύνους που σχετίζονται με το ταξίδι για το οποίο έγινε κράτηση από τον προμηθευτή αυτόν, ακόμη και αν η ασφάλιση καλύπτει ασφάλιση ζωής ή κινδύνους αστικής ευθύνης, υπό τον όρο ότι η ασφαλιστική αυτή κάλυψη είναι παρεπόμενη της κύριας κάλυψης, που αφορά τους κινδύνους που σχετίζονται με το ταξίδι,
στ) το ποσό του ετήσιου ασφαλίστρου δεν υπερβαίνει τα πεντακόσια (500) ευρώ και η συνολική διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης, συμπεριλαμβανομένων των ενδεχομένων ανανεώσεων, δεν υπερβαίνει περίοδο πέντε (5) ετών.
3. Οι διατάξεις του διατάγματος αυτού δεν εφαρμόζονται στις υπηρεσίες ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης που παρέχονται σε σχέση με κινδύνους και υποχρεώσεις εκτός των ορίων της Κοινότητας. Με την επιφύλαξη της ισχύος διατάξεων ειδικών νόμων, η ανάπτυξη στην Ελληνική αγορά ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής διαμεσολαβητικής δραστηριότητας από διαμεσολαβητές εγκατεστημένους σε τρίτη χώρα και εργαζόμενους στην Ελληνική Επικράτεια στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, γίνεται υπό όρους ίσης μεταχείρισης όλων των προσώπων που ασκούν ή εξουσιοδοτήθηκαν να ασκήσουν δραστηριότητες ασφαλιστικής διαμεσολάβησης στην Ελληνική αγορά.
Διατάξεις ειδικών νόμων, που προβλέπουν ανάπτυξη στην Ελληνική αγορά ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής διαμεσολαβητικής δραστηριότητας, εξακολουθούν να ισχύουν για διαμεσολαβητές εγκατεστημένους σε Τρίτη χώρα και εργαζόμενους στην Ελληνική επικράτεια, στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, εφόσον εξασφαλίζεται η ίση μεταχείριση όλων των προσώπων που ασκούν ή εξουσιοδοτήθηκαν να ασκήσουν δραστηριότητες ασφαλιστικής διαμεσολάβησης στην Ελληνική αγορά.
Άρθρο 2
Ορισμοί
(άρθρο 2 της Οδηγίας)
Για τους σκοπούς του διατάγματος αυτού:
1. ως «ασφαλιστική επιχείρηση» νοείται η επιχείρηση που έχει λάβει διοικητική άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τα άρθρα 3,14,15,20 και την παρ.4 του άρθρου 35 του ν.δ. 400/1970 (Φ.Ε.Κ. Α/10) όπως ισχύει ή λειτουργεί ως υποκατάστημα σύμφωνα με την παρ. Α του άρθρου 42α του ν.δ. 400/1970 ή δραστηριοποιείται με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, σύμφωνα με την παρ.Α του άρθρου 42β του ν.δ. 400/1970, όπως ισχύει.
2. ως «αντασφαλιστική επιχείρηση» νοείται η επιχείρηση, πλην των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή των ασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτης χώρας, η κύρια δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην αποδοχή κινδύνων τους οποίους έχει ασφαλίσει ασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή άλλη αντασφαλιστική επιχείρηση.
3. ως «ασφαλιστική διαμεσολάβηση» νοείται κάθε δραστηριότητα είτε παρουσίασης, πρότασης, παροχής προπαρασκευαστικών εργασιών για τη σύναψη συμβάσεων ασφάλισης ή σύναψης αυτών ή παροχής συνδρομής κατά τη διαχείριση και την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων, ιδίως σε περίπτωση επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου.
Οι δραστηριότητες αυτές δεν θεωρούνται ως ασφαλιστική διαμεσολάβηση, όταν ασκούνται από ασφαλιστική επιχείρηση ή από υπάλληλο ασφαλιστικής επιχείρησης, ο οποίος συνδέεται με σχέση εργασίας με αυτήν και ο οποίος ενεργεί υπό την ευθύνη της επιχείρησης αυτής.
Δεν θεωρούνται ως ασφαλιστική διαμεσολάβηση οι δραστηριότητες που συνίστανται στην περιστασιακή παροχή πληροφοριών στο πλαίσιο της άσκησης άλλης επαγγελματικής δραστηριότητας, υπό τον όρο ότι σκοπός αυτής της δραστηριότητας δεν είναι η συνδρομή του πελάτη στη σύναψη ή την εκτέλεση ασφαλιστικής σύμβασης, καθώς και η κατ' επάγγελμα διαχείριση περιπτώσεων ζημιών ασφαλιστικής επιχείρησης ή οι δραστηριότητες εκτίμησης και διακανονισμού ζημιών.
4. ως «αντασφαλιστική διαμεσολάβηση» νοείται κάθε δραστηριότητα παρουσίασης, πρότασης, παροχής προπαρασκευαστικών εργασιών για τη σύναψη συμβάσεων αντασφάλισης ή σύναψης αυτών ή κάθε δραστηριότητα παροχής συνδρομής κατά τη διαχείριση και την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων, ιδίως σε περίπτωση επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου.
Οι δραστηριότητες αυτές δεν θεωρούνται ως αντασφαλιστική διαμεσολάβηση, όταν ασκούνται από αντασφαλιστική επιχείρηση ή από υπάλληλο αντασφαλιστικής επιχείρησης, ο οποίος συνδέεται με σχέση εργασίας με αυτήν και ο οποίος ενεργεί υπό την ευθύνη της επιχείρησης αυτής.
Δεν θεωρούνται ως αντασφαλιστική διαμεσολάβηση οι δραστηριότητες που συνίστανται στην περιστασιακή παροχή πληροφοριών στο πλαίσιο της άσκησης άλλης επαγγελματικής δραστηριότητας, υπό τον όρο ότι σκοπός της δραστηριότητας αυτής δεν είναι η συνδρομή του πελάτη στη σύναψη ή την εκτέλεση αντασφαλιστικής σύμβασης, η κατ' επάγγελμα διαχείριση περιπτώσεων ζημιών έναντι αντασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και οι δραστηριότητες εκτίμησης και διακανονισμού ζημιών.
5. ως «ασφαλιστικός διαμεσολαβητής» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αναλαμβάνει ή ασκεί με αμοιβή δραστηριότητες ασφαλιστικής διαμεσολάβησης.
6. ως «αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αναλαμβάνει ή ασκεί με αμοιβή δραστηριότητες αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης.
7. ως «συνδεδεμένος ασφαλιστικός διαμεσολαβητής» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί δραστηριότητα ασφαλιστικής διαμεσολάβησης εξ ονόματος και για λογαριασμό ασφαλιστικής επιχείρησης ή περισσότερων της μιας ασφαλιστικών επιχειρήσεων, εφόσον τα σχετικά ασφαλιστικά προϊόντα δεν είναι ανταγωνιστικά μεταξύ τους, αλλά το οποίο δεν εισπράττει τα ασφάλιστρα ή τα ποσά που προορίζονται για τον πελάτη και ενεργεί υπό την πλήρη ευθύνη των εν λόγω ασφαλιστικών επιχειρήσεων για τα προϊόντα που αφορά κάθε μία από αυτές.
Θεωρείται, επίσης, ως συνδεδεμένος ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ο οποίος ενεργεί υπό την ευθύνη μιας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων για τα προϊόντα που αφορούν κάθε μια από αυτές, κάθε πρόσωπο που ασκεί τη δραστηριότητα ασφαλιστικής διαμεσολάβησης η οποία είναι συμπληρωματική προς την κύρια επαγγελματική του δραστηριότητα, όταν η ασφάλιση αποτελεί συμπλήρωμα των αγαθών ή υπηρεσιών που παρέχονται στο πλαίσιο της κύριας απασχόλησης του και το οποίο δεν εισπράττει ούτε τα ασφάλιστρα ούτε τα ποσά που προορίζονται για τον πελάτη.
8. ως «μεγάλοι κίνδυνοι» νοούνται οι κίνδυνοι που ορίζονται στην παρ.3 του άρθρου 13 του ν.δ. 400/1970, όπως ισχύει.
9. ως «κράτος μέλος καταγωγής» νοείται:
α) εάν ο διαμεσολαβητής είναι φυσικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο διαμένει και στο οποίο ασκεί τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες.
β) εάν ο διαμεσολαβητής είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική του έδρα ή, αν δεν έχει καταστατική έδρα σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η κεντρική του διοίκηση.
10. ως «κράτος μέλος υποδοχής» νοείται το κράτος μέλος στο οποίο ο ασφαλιστικός ή ο αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής έχει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες.
11. ως «αρμόδια αρχή» νοείται η Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 3229/2004 (Φ.Ε.Κ. Α/38).
12. ως «σταθερό εναπόθεμα» νοείται κάθε μέσο που παρέχει στον πελάτη τη δυνατότητα να αποθηκεύει πληροφορίες που απευθύνονται προσωπικά σε αυτόν, κατά τρόπο ώστε να μπορεί να αναφέρεται ευχερώς σε αυτές για εύλογο εν όψει των σκοπών των πληροφοριών, χρονικό διάστημα και που επιτρέπει την ακριβή αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών.
Ειδικότερα, στο «σταθερό εναπόθεμα» συμπεριλαμβάνονται δισκέτες, CD-ROM, DVD και ο σκληρός δίσκος των ηλεκτρονικών υπολογιστών των πελατών, όπου αποθηκεύεται το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, ενώ δεν περιλαμβάνονται οι ιστοσελίδες του διαδικτύου, εκτός αν οι ιστοσελίδες αυτές πληρούν τα κριτήρια που καθορίζονται στο προηγούμενο εδάφιο.
Άρθρο 3
Εγγραφή σε μητρώο
(άρθρο 3 της Οδηγίας)
1. Ο ασφαλιστικός και αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής εγγράφεται στο μητρώο που τηρείται από τα Επαγγελματικά Επιμελητήρια ή από τα Επαγγελματικά Τμήματα των Ενιαίων Επιμελητηρίων, στην περιφέρεια των οποίων έχει αυτός την εμπορική ή επαγγελματική κατοικία του. Ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός διαμεσολαβητής εγγράφεται στο μητρώο του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου ή του Επαγγελματικού Τμήματος του Μικτού Επιμελητηρίου στην περιφέρεια των οποίων έχει αυτός την εμπορική ή επαγγελματική κατοικία του, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ν. 1569/1985, όπως ισχύει. Για την εγγραφή του συνδεδεμένου ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, απαιτείται προσκόμιση βεβαίωσης της ασφαλιστικής επιχείρησης ή των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, υπό την πλήρη ευθύνη των οποίων αυτός ενεργεί και στην οποία δηλώνεται ρητά η ιδιότητα του ως συνδεδεμένου ασφαλιστικού διαμεσολαβητή.
2. Το νομικό πρόσωπο που ασκεί δραστηριότητα ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης, περιλαμβανομένου και του νομικού προσώπου που ασκεί δραστηριότητα συνδεδεμένου ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, εγγράφεται σε ειδική μερίδα του μητρώου του οικείου Επιμελητηρίου, στην οποία και καταχωρίζεται το φυσικό πρόσωπο που ασκεί τη διοίκηση του ή σε περίπτωση συλλογικής διοίκησης, τα φυσικά πρόσωπα που είναι μέλη της διοίκησης και είναι υπεύθυνα για τις δραστηριότητες διαμεσολάβησης. Το νομικό πρόσωπο που ασκεί δραστηριότητα ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης, περιλαμβανομένου και του νομικού προσώπου που ασκεί δραστηριότητα συνδεδεμένου ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, κοινοποιεί στο οικείο Επιμελητήριο το νόμιμα επικυρωμένο αντίγραφο της απόφασης του αρμοδίου οργάνου του νομικού προσώπου, με την οποία ορίζεται ότι την πραγματική διοίκηση των σχετικών διαμεσολαβητικών δραστηριοτήτων έχει το συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο.
3. Το οικείο Επαγγελματικό Επιμελητήριο ή το Επαγγελματικό Τμήμα του Ενιαίου Επιμελητηρίου, στην περιφέρεια του οποίου διατηρεί ο διαμεσολαβητής την εμπορική ή επαγγελματική κατοικία του, εκδίδει δελτίο ταυτότητας ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή και συνδεδεμένου ασφαλιστικού διαμεσολαβητή. Στο δελτίο αυτό αναφέρονται η διάρκεια ισχύος του, το όνομα και το επώνυμο του διαμεσολαβητή ή η εταιρική επωνυμία του νομικού προσώπου, η διεύθυνση του, ο αριθμός μητρώου και, εάν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, τα ονόματα των φυσικών προσώπων που ορίζονται στην παράγραφο 2.
Ο ασφαλιστικός ή αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής και ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός διαμεσολαβητής οφείλει να επιστρέψει το ανωτέρω δελτίο στην αρχή που το εξέδωσε όταν λήξει η ισχύς του ή όταν αυτός διαγραφεί από το οικείο μητρώο.
Αν ο ασφαλιστικός ή αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής και ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ασκούν τις διαμεσολαβητικές δραστηριότητες τους υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε άλλο κράτος ή κράτη, στο μητρώο αναφέρονται επίσης το κράτος ή τα κράτη αυτά.
4. Η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων (Κ.Ε.Ε.) οργανώνει και τηρεί γενικό μητρώο ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών διαμεσολαβητών και συνδεδεμένων ασφαλιστικών διαμεσολαβητών στο οποίο καταχωρίζονται τα στοιχεία των ανωτέρω προσώπων που περιέχονται στα μητρώα που τηρούνται στα οικεία Επιμελητήρια.
Στο γενικό αυτό μητρώο εγγράφονται και οι ασφαλιστικοί και αντασφαλιστικοί διαμεσολαβητές ή συνδεδεμένοι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος και πρόκειται να δραστηριοποιηθούν στην Ελλάδα. Τα στοιχεία αυτών των διαμεσολαβητών αποστέλλονται στην Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων από το οικείο Επιμελητήριο.
5. Κάθε Επιμελητήριο που τηρεί μητρώο ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών διαμεσολαβητών και συνδεδεμένων ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, αποστέλλει στην Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων ηλεκτρονικά ανά πάσα στιγμή τα καταχωριζόμενα στο μητρώο του στοιχεία. Η καταχώριση αυτή γίνεται ατελώς.
6. Ο ασφαλιστικός ή αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός διαμεσολαβητής οφείλει να ενημερώνει αμέσως το οικείο μητρώο για κάθε μεταβολή, η οποία αφορά τις πληροφορίες που πρέπει να περιέχονται στο μητρώο. Επίσης ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός διαμεσολαβητής οφείλει να ενημερώσει αμέσως το μητρώο ότι προτίθεται να ασκήσει δραστηριότητα ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού μεσολαβητή ή να διακόψει αυτήν, πριν από την δήλωση έναρξης ή διακοπής, αντίστοιχα. Αντίστοιχη υποχρέωση έχουν και η ασφαλιστική ή οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, υπό την πλήρη ευθύνη των οποίων, ενεργεί ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός διαμεσολαβητής.
7. Ασφαλιστικοί και αντασφαλιστικοί διαμεσολαβητές ή συνδεδεμένοι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές εγγεγραμμένοι στο οικείο μητρώο του αρμοδίου Επιμελητηρίου μπορούν να δραστηριοποιηθούν σε ολόκληρη την Κοινότητα, τόσο υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης όσο και υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.
8. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του άρθρου 1 και της παραγράφου 2 του άρθρου 6, ασφαλιστική και αντασφαλιστική διαμεσολάβηση, περιλαμβανομένης και της διαμεσολάβησης από συνδεδεμένους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές, ασκούν τα πρόσωπα που είναι εγγεγραμμένα στο οικείο μητρώο των αρμοδίων Επιμελητηρίων.
Άρθρο 4
Απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα
(άρθρο 4 της Οδηγίας)
1. Κάθε ενδιαφερόμενος που ζητεί την εγγραφή του στο οικείο μητρώο ως ασφαλιστικός ή αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3, υποβάλλει τα ακόλουθα:
Α. Αν πρόκειται για δραστηριότητα μελέτης της αγοράς, παρουσίασης και πρότασης λύσεων ασφαλιστικής κάλυψης των αναγκών του πελάτη ή των πελατών για την κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων με ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή ασφαλιστικούς πράκτορες ή μεσίτες ή συντονιστές ασφαλιστικών συμβούλων, για την διεύρυνση των εργασιών τους (ασφαλιστικός σύμβουλος) έναντι αμοιβής:
α) απολυτήριο λυκείου ή εξατάξιου γυμνασίου ή ισότιμου ή ισοδύναμου σχολείου, της ημεδαπής ή αλλοδαπής,
β) πιστοποιητικό ποινικού μητρώου από το οποίο προκύπτει ότι δεν έχει καταδικασθεί σε φυλάκιση τουλάχιστο τριών μηνών για έγκλημα κατά της περιουσίας ή σχετιζόμενο με χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες και ειδικότερα για αισχροκέρδεια, απάτη, απιστία, δωροδοκία, δόλια χρεοκοπία, εκβίαση, κλοπή, λαθρεμπορία, πλαστογραφία, υπεξαίρεση και καθ' υποτροπή έκδοση ακάλυπτων επιταγών,
γ) πιστοποιητικό που βεβαιώνει ότι δεν έχει πτωχεύσει ή, αν έχει πτωχεύσει, ότι έχει αποκατασταθεί,
δ) πιστοποιητικό που βεβαιώνει ότι δεν έχει υποβληθεί σε στερητική ή επικουρική δικαστική συμπαράσταση,
ε) έγγραφα που αποδεικνύουν ότι κατέχει γενικές εμπορικές ή επαγγελματικές γνώσεις. Η προϋπόθεση αυτή πληρούται αν διαθέτει, αποδεδειγμένα, διετή τουλάχιστον εμπειρία σε υπηρεσίες που περιγράφονται στην περίπτωση Α ή εμπειρία ενός έτους στις υπηρεσίες αυτές και πτυχίο Α.Ε.Ι. της ημεδαπής ή ισοτίμου της αλλοδαπής,
στ) έγγραφο από το οποίο αποδεικνύεται ότι έχει συνάψει ασφάλιση επαγγελματικής αστικής ευθύνης, η οποία καλύπτει το σύνολο του εδάφους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου ή οποιαδήποτε άλλη σύμβαση ανάλογης εγγύησης της επαγγελματικής αστικής ευθύνης του για ποσό τουλάχιστον 1.000.000 ευρώ για κάθε απαίτηση και συνολικά 1.500.000 ευρώ κατ' έτος για όλες τις απαιτήσεις. Η ασφάλιση αυτή δεν απαιτείται, αν η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική ή άλλη επιχείρηση επ' ονόματι της οποίας ενεργεί ή από την οποία έχει εξουσιοδοτηθεί να ενεργεί ο ασφαλιστικός ή αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής, έχει παράσχει την ασφάλιση αυτή ή έχει αναλάβει πλήρως την ευθύνη για τις ενέργειες του. Με απόφαση του αρμόδιου Υπουργού τα ανωτέρω ποσά αναπροσαρμόζονται κάθε πέντε χρόνια, προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη η εξέλιξη του Ευρωπαϊκού δείκτη τιμών καταναλωτή όπως δημοσιεύεται στην Eurostat. Η πρώτη αναπροσαρμογή θα γίνει μετά την 15η Ιανουαρίου 2008.
Ο ασφαλιστικός σύμβουλος συνδέεται με ασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστικό πράκτορα ή μεσίτη ή συντονιστή ασφαλιστικών συμβούλων με σύμβαση έργου, δεν δικαιούται όμως V αντιπροσωπεύει ασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστικό πράκτορα ή μεσίτη και να υπογράφει ασφαλιστήρια. Αντίθετη συμφωνία είναι άκυρη.
Η ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί, με ειδική συμφωνία ν' αναθέτει στον ασφαλιστικό σύμβουλο την είσπραξη ασφαλίστρων.
Β. Αν πρόκειται για δραστηριότητες έναντι αμοιβής (ί) παρουσίασης, πρότασης, προπαρασκευής, προσυπογραφής ή σύναψης από τον ίδιο ή μέσω άλλου και για λογαριασμό μιας ή περισσότερων ασφαλιστικών ή μεσιτικών επιχειρήσεων ασφαλιστικών συμβάσεων (ασφαλιστικός πράκτορας), (ϋ) φέρει σε επαφή ασφαλιζόμενους ή αντασφαλιζόμενους και ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κατ' εντολή του ασφαλιζόμενου, χωρίς δέσμευση ως προς την επιλογή της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, έναντι αμοιβής καταβαλλόμενης από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, (iii) διενέργειας όλων των προπαρασκευαστικών εργασιών για τη σύναψη ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων, παραλαβής της αποδοχής της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και της έγκρισης του ασφαλιζόμενου ή αντασφαλιζομένου και παροχής βοήθειας για τη διαχείριση και την εκτέλεση της, ιδίως κατά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης (μεσίτης ασφαλίσεων).
α. Τα έγγραφα και πιστοποιητικά που αναφέρονται στις περ. α-στ του εδαφίου Α,
β. έγγραφα από τα οποία προκύπτει ότι:
ι) έχει εργασθεί επίτέσσερα τουλάχιστον έτη ως ασκών την διεύθυνση σε επιχείρηση ασφαλιστικής πρακτορείας ή μεσιτείας ή ως μεσίτης ασφαλίσεων ή ως συντονιστής ασφαλιστικών συμβούλων ή ασφαλιστικός σύμβουλος, υπάλληλος σε επιχειρήσεις ασφαλιστικής μεσιτείας ή πρακτορείας ή συντονισμού ασφαλιστικών συμβούλων ή ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, ή
ιι) ασκεί τρία τουλάχιστον έτη τις δραστηριότητες που αναφέρονται στην περ. ι, εφόσον έχει ειδική εκπαίδευση τουλάχιστον ενός έτους σε ασφαλιστικά θέματα, ή
γ) έχει εργασθεί επί δύο έτη με οποιαδήποτε από τις προαναφερόμενες ιδιότητες, εφόσον έχει πτυχίο Α.Ε.Ι. της ημεδαπής ή ισοτίμου της αλλοδαπής, ή
δ) έχει εργασθεί επί ένα χρόνο ως ανεξάρτητος επαγγελματίας, αν έχει μεταπτυχιακή εκπαίδευση τουλάχιστον ενός χρόνου σε ασφαλιστικά θέματα, ή
ε) έχει διατελέσει επί δύο χρόνια ως νόμιμος αντιπρόσωπος ή εκπρόσωπος ή διαχειριστής εταιρείας που είναι νόμιμος αντιπρόσωπος αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης στην Ελλάδα ή γενικός διευθυντής ασφαλιστικής επιχείρησης.
2. Για την εγγραφή διαμεσολαβητή ως ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού πράκτορα ή μεσίτη ασφαλίσεων ή αντασφαλίσεων στο οικείο μητρώο, απαιτείται επιπλέον η κατοχή γενικών εμπορικών ή επαγγελματικών γνώσεων που αποδεικνύονται κατά τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 7 παρ.1ε και 15° παρ.3 του ν. 1569/1985, όπως ισχύει.
3. Για την εγγραφή συνδεδεμένου ασφαλιστικού διαμεσολαβητή στο οικείο μητρώο σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 3, η ασφαλιστική επιχείρηση, τα ασφαλιστικά προϊόντα της οποίας διαθέτει, οφείλει να καταθέσει στο οικείο Επιμελητήριο βεβαίωση με την οποία πιστοποιείται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 περίπτωση Α ή, όπου αυτό είναι αναγκαίο και της παραγράφου 1 περίπτωση Β. Αν ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός μεσολαβητής είναι νομικό πρόσωπο, πρέπει επιπλέον να πληρούνται και οι προϋποθέσεις της παραγράφου 4.
4. Για την εγγραφή στο οικείο μητρώο νομικού προσώπου ως ασφαλιστικού και αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή και συνδεδεμένου ασφαλιστικού διαμεσολαβητή τα έγγραφα και πιστοποιητικά που αναφέρονται στην παράγραφο Α, εδ. α-στ, αντίστοιχα, αφορούν:
α. το φυσικό πρόσωπο που ασκεί τη διοίκηση του ή σε περίπτωση συλλογικής διοίκησης το ή τα φυσικά πρόσωπα που είναι μέλη της διοίκησης και διαχειρίζονται τις δραστηριότητες διαμεσολάβησης,
β. τους υπαλλήλους των νομικών προσώπων που συμμετέχουν άμεσα στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική διαμεσολάβηση ή δραστηριοποιούνται ως συνδεδεμένοι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές.
5. Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 έγγραφα και πιστοποιητικά υποβάλλονται στο οικείο Επιμελητήριο, το οποίο και προβαίνει στον αναγκαίο για την εγγραφή ή ανανέωση της εγγραφής, έλεγχο τους.
6. Σε κάθε περίπτωση, η αρμόδια αρχή οφείλει να διασφαλίζει ότι όλα τα πρόσωπα που συμμετέχουν άμεσα στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική διαμεσολάβηση πρέπει να έχουν αποδεδειγμένα τις γνώσεις και ικανότητες που, κατά περίπτωση, απαιτούνται για την άσκηση της δραστηριότητας τους.
7. Για την έναρξη της άσκησης των δραστηριοτήτων της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης, περιλαμβανομένων και των δραστηριοτήτων του συνδεδεμένου ασφαλιστικού διαμεσολαβητή πρέπει να πληρούνται σε μόνιμη βάση οι επαγγελματικές προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο αυτό. Οι προϋποθέσεις αυτές ελέγχονται από το αρμόδιο Επιμελητήριο ανά τριετία. Σε κάθε περίπτωση που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές το φυσικό ή νομικό πρόσωπο διαγράφεται από το μητρώο.
Εφόσον το φυσικό ή νομικό πρόσωπο διενεργεί διασυνοριακές ασφαλιστικές εργασίες διαμεσολάβησης η Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης ενημερώνει το Κράτος υποδοχής για τη διαγραφή αυτή, με όλα τα πρόσφορα μέσα.
Το αρμόδιο Επιμελητήριο χορηγεί στον ασφαλιστικό ή αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή έγγραφο, στο οποίο περιγράφονται αναλυτικά τα στοιχεία σχετικά με την εγγραφή του στα Μητρώα και τουλάχιστον τα πληροφοριακά στοιχεία του άρθρου 11 παρ. 1 στοιχεία α & β και στην περίπτωση νομικού προσώπου το όνομα ή τα ονόματα του φυσικού ή των φυσικών προσώπων που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 3 του παρόντος.
8. Ο πελάτης, καταβάλλοντος καλόπιστα το ασφάλιστρο στον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, απαλλάσσεται από την υποχρέωση του προς τον ασφαλιστή και αν ακόμη ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής δεν αποδώσει το ασφάλιστρο στον ασφαλιστή, εκτός αν ο πελάτης, ενεργώντας με δόλο καταβάλει το ασφάλιστρο σε ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, ο οποίος δεν έχει εξουσία από την ασφαλιστική επιχείρηση να εισπράττει ασφάλιστρα. Σε κάθε περίπτωση το βάρος της απόδειξης του δόλου του πελάτη φέρει ο ασφαλιστής.
Ο ασφαλιστής ή αντασφαλιστής, καταβάλλοντος χρηματικά ποσά στον ασφαλιστικό ή αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή υπέρ του ασφαλισμένου, δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση του παρά μόνον αν ο πελάτης εισπράξει πράγματι τα χρηματικά ποσά.
Άρθρο 5
Διατήρηση κεκτημένων δικαιωμάτων
(άρθρο 5 της Οδηγίας)
Τα πρόσωπα που ασκούσαν, πριν από τον Σεπτέμβριο 2000 δραστηριότητες ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή και είχαν εγγραφεί στο οικείο επαγγελματικό μητρώο, με επίπεδο κατάρτισης και εμπειρίας αντίστοιχο εκείνου που απαιτεί το διάταγμα αυτό, εγγράφονται αυτόματα στο μητρώο που τηρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3, εφόσον πληρούν τις απαιτήσεις της περίπτωσης στ, της παρ. 1Α του άρθρου 4.
Τα πρόσωπα που ασκούσαν από το Σεπτέμβριο 2000 μέχρι και την έναρξη ισχύος του διατάγματος αυτού, δραστηριότητες ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή και είχαν εγγραφεί σε μητρώο, επανεγγράφονται σ' αυτό με απόφαση του οικείου Επιμελητηρίου, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 7 του ν. 1569/1985 και της περίπτωσης στ, της παρ. 1Α του άρθρου 4 του παρόντος.
Οι συντονιστές ασφαλιστικών συμβούλων που ασκούσαν αποδεδειγμένα το επάγγελμα αυτό πριν την 16 Μαίου 1997, και είχαν το δικαίωμα εγγραφής σε μητρώο δυνάμει του άρθρου 18 του ν. 1569/1985, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 22 παρ. 5 του ν. 1746/1988 και του άρθρου 36 παρ. 31 του ν. 2496/1997, εξακολουθούν δε να ασκούν το επάγγελμα τους κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος εγγράφονται στο οικείο μητρώο ασφαλιστικών διαμεσολαβητών μέσα σε έξι μήνες από την έναρξη ισχύος του διατάγματος αυτού, εφόσον πληρούν τις απαιτήσεις της περίπτωσης της παρ. 1Α του άρθρου 4 του παρόντος.
Η απόδειξη της άσκησης του επαγγέλματος αυτού γίνεται με την υποβολή σχετικής σύμβασης με ασφαλιστική επιχείρηση, που είχε συναφθεί πριν από την 16 Μαίου 1997 ή σχετικής βεβαίωσης ασφαλιστικής επιχείρησης για την άσκηση του επαγγέλματος πριν από την ημερομηνία αυτή και βεβαίωση της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας ότι ο ενδιαφερόμενος είχε υποβάλει δήλωση άσκησης δραστηριότητας ασφαλιστικής διαμεσολάβησης.
Άρθρο 6
Γνωστοποίηση της εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών σε άλλα κράτη μέλη.
(άρθρο 6 της Οδηγίας)
1. Ασφαλιστικός ή αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ο οποίος προτίθεται να ασκήσει τις δραστηριότητες του για πρώτη φορά στην Ελλάδα ή σε περισσότερα κράτη μέλη με καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, ενημερώνει την Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης.
Εντός προθεσμίας ενός μηνός μετά την ενημέρωση αυτή, η Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής που το επιθυμούν, την πρόθεση του ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή και ενημερώνει ταυτόχρονα τον ενδιαφερόμενο διαμεσολαβητή.
Ο ασφαλιστικός ή αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής μπορεί να αρχίσει τη δραστηριότητα του ένα μήνα μετά την ημερομηνία κατά την οποία πληροφορήθηκε από την Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης για τη γνωστοποίηση που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο. Ο διαμεσολαβητής μπορεί να αρχίσει αμέσως τη δραστηριότητα του αν το κράτος μέλος υποδοχής δεν επιθυμεί να λαμβάνει τη σχετική γνωστοποίηση.
2. Ασφαλιστικός ή αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής εγγεγραμμένος σε μητρώο άλλου κράτους μέλους, δραστηριοποιείται στην Ελλάδα με καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, εφόσον η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του έχει γνωστοποιήσει στην Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης την πρόθεση του να δραστηριοποιηθεί στην Ελλάδα και έχει παρέλθει ένας μήνας από τη σχετική γνωστοποίηση.
Κατά τη γνωστοποίηση της πρόθεσης δραστηριοποίησης στην Ελλάδα με καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής υποβάλλει στην Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης της ημεδαπής το όνομα και το επώνυμο του διαμεσολαβητή ή την εταιρική επωνυμία του, τη διεύθυνση του, τον αριθμό μητρώου του και τα κράτη μέλη στα οποία αυτός δραστηριοποιείται.
Σε περίπτωση νομικού προσώπου οι προϋποθέσεις του άρθρου 4 εφαρμόζονται αναλόγως για τον νόμιμο αντιπρόσωπο, τον ειδικό αντιπρόσωπο ή τον φορολογικό αντιπρόσωπο.
Άρθρο 7
Αρμόδιες Αρχές
(άρθρο 7 της Οδηγίας)
1. Αρμόδια αρχή για την διασφάλιση της εφαρμογής του παρόντος, ορίζεται η Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης.
2. Το μητρώο των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών διαμεσολαβητών τηρείται από τα αρμόδια Επιμελητήρια.
Άρθρο 8
Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ κρατών μελών
(άρθρο 9 της Οδηγίας)
1. Η Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών προκειμένου να εξασφαλίσουν την ορθή εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος.
2. Η Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης ανταλλάσσει πληροφορίες σχετικά με τους ασφαλιστικούς ή αντασφαλιστικούς διαμεσολαβητές στους οποίους έχουν επιβληθεί μέτρα ή κυρώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 9 του παρόντος, οι δε πληροφορίες αυτές ενδέχεται να έχουν σαν αποτέλεσμα την διαγραφή των διαμεσολαβητών από το οικείο μητρώο. Επί πλέον οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ανταλλάσσουν κάθε σχετική πληροφορία μετά από αίτηση μιας από τις αρχές αυτές.
3. Όλα τα πρόσωπα που υποχρεούνται να λαμβάνουν ή να παρέχουν πληροφορίες σύμφωνα με το παρόν διάταγμα, οφείλουν να τηρούν το επαγγελματικό απόρρητο, όπως ορίζεται στο άρθρο 16 της Οδηγίας 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 18ης Ιουνίου 1992 (EEL 228/11.8.1992) για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής και για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 88/3S7/ ΕΟΚ (Τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής, στο άρθρο 15 της οδηγίας 92/96/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10? Νοεμβρίου 1992 (EEL 360/19.11.1992), για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση ζωής και για την τροποποίηση των οδηγιών 79/267/ΕΟΚ και 90/619/ΕΟΚ (Τρίτη οδηγία σχετικά με την ασφάλεια ζωής) όπως αυτές υιοθετήθηκαν από το π.δ. 252/1986 (Φ.Ε.Κ. Α/1986).
Άρθρο 9
Κυρώσεις
(άρθρο 8 της Οδηγίας)
1. Κάθε πρόσωπο, είτε πρόκειται περί Έλληνος υπηκόου, είτε περί υπηκόου κράτους μέλους, που ασκεί την δραστηριότητα ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή συνδεδεμένου ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, χωρίς να έχει εγγραφεί σε μητρώο Επιμελητηρίου ή σε σχετικό μητρώο κράτους μέλους με την αντίστοιχη ιδιότητα, τιμωρείται με τις ποινές που προβλέπονται στην παρ. 1 άρθρο 175 του Ποινικού Κώδικα, εκτός αν η πράξη του τιμωρείται βαρύτερα με άλλες διατάξεις και με πρόστιμο έως 50.000 ευρώ, που επιβάλλεται με αιτιολογημένη απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, μετά από διαπίστωση της παράβασης με πράξη της αρμόδιας αρχής. Στην περίπτωση νομικού προσώπου, με τις πιο πάνω ποινές τιμωρούνται οι νόμιμοι εκπρόσωποι του (παρ.2 άρθρου 3 ν. 1569/1985 Φ.Ε.Κ. Α/183).
2. Με την επιφύλαξη των προβλεπομένων στην παράγραφο 2 του άρθρου 1, εκπρόσωποι ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο, είτε πρόκειται περί Έλληνος υπηκόου είτε περί υπηκόου κράτους μέλους, που χρησιμοποιεί στις υπηρεσίες ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης ή στις υπηρεσίες συνδεδεμένων ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, πρόσωπα τα οποία δεν έχουν εγγραφεί σε σχετικό μητρώο Επιμελητηρίου ή αντίστοιχο μητρώο κράτους μέλους με την αντίστοιχη ιδιότητα, τιμωρούνται με τις ίδιες ποινές και πρόστιμο που προβλέπονται στην παρ. 1.
Άρθρο 10
Καταγγελίες
(άρθρα 10 & 11 της Οδηγίας)
1. Ασφαλισμένοι, αντισυμβαλλόμενοι, δικαιούχοι, ενώσεις καταναλωτών και κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να υποβάλλει έγγραφη καταγγελία, στην Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης κατά ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή για πράξεις ή παραλείψεις που συνιστούν παραβιάσεις της κείμενης νομοθεσίας σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση καθώς και των διατάξεων του διατάγματος αυτού, ή αντιβαίνουν στα χρηστά και συναλλακτικά ήθη ή προσκρούουν στη δημόσια τάξη, ιδίως δε για πράξεις ή παραλείψεις, που κατά την αιτιολογημένη κρίση της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης προς την οποία υποβάλλεται η καταγγελία μπορούν να καταλογισθούν στον καταγγελλόμενο διαμεσολαβητή. Για τις ανωτέρω πράξεις και παραλείψεις επιβάλλονται οι κυρώσεις του άρθρου 12 του π.δ. 298/1986 (Φ.Ε.Κ. Α/133), κατόπιν προηγούμενης ακροάσεως του ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή και έρευνας της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης για την βασιμότητα των καταγγελλομένων και των παρεχομένων εξηγήσεων από τον καταγγελλόμενο. Σε κάθε περίπτωση παρέχεται εντός ευλόγου χρόνου αιτιολογημένη απάντηση προς τον καταγγέλλοντα.
2. Αν τα εμπλεκόμενα μέρη αποδέχονται, η Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης μπορεί να παραπέμψει την διαφορά στο Συνήγορο του Καταναλωτή ν. 3297/23.12.2004 (Φ.Ε.Κ. Α/259), χωρίς να περιορίζεται η δυνατότητα των εμπλεκομένων μερών να προβαίνουν σε εξώδικη επίλυση της διαφοράς ενώπιον άλλων δικαιοδοτικών οργάνων.
Άρθρο 11
Πληροφορίες που οφείλουν να παρέχουν οι διαμεσολαβητές
(άρθρο 12 της Οδηγίας)
1. Ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, πριν τη σύναψη της αρχικής ασφαλιστικής σύμβασης και, αν είναι αναγκαίο, σε περίπτωση τροποποίησης ή ανανέωσης αυτής, παρέχει στον πελάτη τις ακόλουθες τουλάχιστον πληροφορίες:
α) την ταυτότητα και διεύθυνση του,
β) το μητρώο στο οποίο είναι εγγεγραμμένος και τα μέσα για την εξακρίβωση της εγγραφής του,
γ) οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση συμμετοχή του σε συγκεκριμένη ασφαλιστική επιχείρηση, όταν η συμμετοχή του υπερβαίνει το 10% των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου αυτής,
δ) οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση συμμετοχή συγκεκριμένης ασφαλιστικής επιχείρησης ή μητρικής επιχείρησης συγκεκριμένης ασφαλιστικής επιχείρησης που υπερβαίνει το 10% των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή,
ε) τις διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 10, οι οποίες επιτρέπουν στους πελάτες και σε κάθε ενδιαφερόμενο, να υποβάλλουν καταγγελίες για τους ασφαλιστικούς και αντασφαλιστικούς διαμεσολαβητές και, ενδεχομένως, για τις διαδικασίες εξώδικης επίλυσης των διαφορών που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 10.
Για την προτεινόμενη σύμβαση, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ενημερώνει επιπλέον τον πελάτη για το κατά πόσον:
α) παρέχει συμβουλές βάσει της υποχρέωσης της παραγράφου 2 να παρέχει αμερόληπτη ανάλυση, ή
β) έχει συμβατική υποχρέωση να ασκεί δραστηριότητες ασφαλιστικής διαμεσολάβησης αποκλειστικά σε μία ή περισσότερες ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Στην περίπτωση αυτή, μετά από σχετικό αίτημα του πελάτη, ενημερώνει αυτόν για τις επωνυμίες των συγκεκριμένων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, ή
γ) δεν έχει συμβατική υποχρέωση να ασκεί δραστηριότητες ασφαλιστικής διαμεσολάβησης αποκλειστικά σε μία ή περισσότερες ασφαλιστικές επιχειρήσεις ούτε παρέχει συμβουλές βάσει αμερόληπτης ανάλυσης, σύμφωνα με την παράγραφο 2. Στην περίπτωση αυτή, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, μετά από σχετικό αίτημα του πελάτη, οφείλει να ενημερώσει αυτόν για τις επωνυμίες των ασφαλιστικών επιχειρήσεων με τις οποίες μπορεί να ασκεί και πράγματι ασκεί επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Για τις περιπτώσεις όπου προβλέπεται ότι μία συγκεκριμένη πληροφορία παρέχεται μόνο μετά από αίτημα του πελάτη, ο πελάτης ενημερώνεται σχετικά με το δικαίωμα του να ζητεί την πληροφορία αυτή.
2. Όταν ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής παρέχει συμβουλές στον πελάτη βάσει αμερόληπτης ανάλυσης και τον πληροφορεί σχετικά, οφείλει να τις παρέχει με βάση την ανάλυση επαρκούς αριθμού ασφαλιστικών συμβάσεων που διατίθενται στην αγορά, ώστε αυτός να είναι σε θέση να προτείνει, σύμφωνα με επαγγελματικά κριτήρια, την ασφαλιστική σύμβαση που θα ανταποκρίνεται πληρέστερα στις ανάγκες του πελάτη.
3. Πριν από τη σύναψη οποιασδήποτε σύμβασης ασφάλισης, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής πρέπει, τουλάχιστον, βάσει ιδίως των πληροφοριών τις οποίες παρέσχε ο πελάτης, να διευκρινίζει τις απαιτήσεις και τις ανάγκες του, καθώς και τους λόγους στους οποίους βασίζονται οι συμβουλές που δίδονται σε αυτόν, σχετικά με συγκεκριμένο ασφαλιστικό προϊόν.
Οι διευκρινίσεις αυτές διαφοροποιούνται ανάλογα με το σύνθετο χαρακτήρα της προτεινόμενης ασφαλιστικής σύμβασης.
4. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1,2 και 3 δεν χρειάζεται να παρέχονται όταν ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής διαμεσολαβεί στην ασφάλιση μεγάλων κινδύνων και στην περίπτωση αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης.
Άρθρο 12
Όροι ενημέρωσης
(άρθρο 13 της Οδηγίας)
1. Κάθε πληροφορία που πρέπει να παρέχεται στους πελάτες, σύμφωνα με το άρθρο 11 γνωστοποιείται:
α) γραπτώς ή επί σταθερού εναποθέματος διαθεσίμου και προσιτού στον πελάτη,
β) με σαφήνεια και ακρίβεια, ώστε να είναι κατανοητή από τον πελάτη,
γ) σε επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους της ασφαλιστικής υποχρέωσης ή σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους οι συμβαλλόμενοι.
2. Κατά παρέκκλιση από τα προβλεπόμενα στην περ. α' της προηγουμένης παραγράφου, οι πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 11 μπορούν να παρέχονται προφορικά εφόσον το ζητήσει ο πελάτης ή εάν απαιτείται άμεση κάλυψη. Στις περιπτώσεις αυτές, οι πληροφορίες παρέχονται στον πελάτη, σύμφωνα με την παράγραφο 1, αμέσως μετά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης.
3. Σε περίπτωση ασφάλισης από απόσταση, οι πληροφορίες που δίδονται προηγουμένως στον πελάτη συνάδουν προς τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας και διέπουν την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές. Επιπλέον, παρέχονται στον πελάτη πληροφορίες, σύμφωνα με την παράγραφο 1, αμέσως μετά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης.
Άρθρο 13
Μεταβατική Διάταξη
Μέχρι την έναρξη λειτουργίας της αρμόδιας αρχής, που προβλέπεται στην παρ. 11 του άρθρου 2, αρμόδια αρχή είναι η Διεύθυνση Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων και Αναλογιστικής του Υπουργείου Ανάπτυξης.
Άρθρο 14
Από την έναρξη ισχύος του διατάγματος αυτού καταργείται κάθε διάταξη του ν. 1569/1985 (Φ.Ε.Κ. Α/183) που έρχεται σε αντίθεση προς τις διατάξεις του παρόντος καθώς και κάθε άλλη διάταξη της κείμενης νομοθεσίας που έρχεται σε αντίθεση προς τις διατάξεις αυτού ή ανάγεται σε θέματα ρυθμιζόμενα από αυτό.
Άρθρο 15
Έναρξη Ισχύος
Η ισχύς του διατάγματος αυτού ανατρέχει στην 15/1/2005 με εξαίρεση τις διατάξεις που προβλέπουν επιβολή κυρώσεων των οποίων η ισχύς αρχίζει από τη δημοσίευση του διατάγματος αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου