Του Δημήτρη Σπυράκου

Χιλιάδες δανειολήπτες που έλαβαν στεγαστικό δάνειο σε ελβετικό φράγκο, ιδίως την περίοδο 2006-2008, έχουν πλέον περιέλθει, εξαιτίας της επιδείνωσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ με το ελβετικό φράγκο, σε μία εξαιρετικά δεινή οικονομικά  θέση. Όχι μόνο δεν είχαν τελικά τα χρόνια που ακολούθησαν τις χαμηλές τοκοχρεολυτικές δόσεις που τους είχαν υποσχεθεί κατά τη χορήγηση των δανείων αυτών, αλλά και -παρά  την μακρόχρονη εξυπηρέτηση των δανείων αυτών- το ανεξόφλητο κεφάλαιό τους παραμένει κοντά στα επίπεδα της αρχικής του εκταμίευσης, αν όχι ψηλότερα. Ανακούφιση δεν μπορεί να προσφέρει η δυνατότητα για μετατροπή του δανείου σε ευρώ, καθώς αυτή θα συνεπαγόταν  και τη μετατροπή της λογιστικής μέχρι σήμερα  ζημίας του δανειολήπτη σε πραγματική. Οι δανειολήπτες αυτοί δικαιολογημένα αισθάνονται να έχουν βρεθεί, με αφορμή την ανυποψίαστη λήψη ενός στεγαστικού δανείου, αντιμέτωποι με συνέπειες, για τις οποίες  κανείς δεν τους προειδοποίησε.

Στα δάνεια σε συνάλλαγμα το κόστος δανεισμού είναι αόριστο για τον δανειολήπτη. Όχι όμως εξαιτίας της διακύμανσης του επιτοκίου το οποίο πάντως οριοθετείται  με βάση το επιτόκιο αναφοράς. Αντίθετα, το πρόβλημα είναι ότι διακυμαίνεται το θεμέλιο της  παροχής, δηλ. το ίδιο το κεφάλαιο που καλείται να επιστρέψει ο δανειολήπτης. Το τελευταίο, όμως,  αποσυνδεδεμένο από την αξία χρήσης του. Δεν είναι πλέον το κεφάλαιο που έλαβε και επένδυσε ο δανειολήπτης στην αγορά της κατοικίας του εκείνο που καλείται εντόκως να επιστρέψει. Είναι ένα άγνωστο κεφάλαιο, το ύψος του οποίου διαμορφώνεται  από απροσπέλαστους για τον ίδιο παράγοντες, οι οποίοι συχνά ανατρέπουν  οποιαδήποτε αναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, καθιστώντας εξοντωτικό το πραγματικό κόστος του δανείου.  

Ήδη για τους λόγους αυτούς η – αδιάκριτη μάλιστα - χορήγηση δανείων σε συνάλλαγμα προς καταναλωτές είναι μία προβληματική και αμφιλεγόμενη εμπορική πρακτική. Αντιστρατεύεται την αρχή του υπεύθυνου δανεισμού που στηρίζεται στην προβλεψιμότητα των μελλοντικών υποχρεώσεων και στη στάθμιση των δυνατοτήτων ανταπόκρισης. Ο καταναλωτής μετατρέπεται, δίχως να έχει επίγνωση,  σε επενδυτή, μοχλεύοντας το ίδιο το κεφάλαιο που δανείζεται για την αγορά της κατοικίας του. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι άλλα  πιστωτικά ιδρύματα αποστασιοποιήθηκαν από τέτοιου είδους χορηγήσεις εξαιτίας ακριβώς της επικινδυνότητας που ενείχαν για τους δανειολήπτες. 

Η  επιλογή ενός δανείου σε ξένο νόμισμα είναι μία επιλογή ανάληψης του συναλλαγματικού κινδύνου, την ευθύνη της οποίας δεν μπορεί, δίχως άλλο, να διαχειριστεί ο δανειολήπτης. Η εκτίμηση του κινδύνου  προϋποθέτει γνώσεις τόσο για τον μηχανισμό λειτουργίας των εν λόγω δανείων όσο και για την εξέλιξη συναλλαγματικών ισοτιμιών.  Ο λήπτης στεγαστικού δανείου, ωστόσο, δεν έχει, κατά κανόνα τουλάχιστον,  την εμπειρία και τις γνώσεις για να αντιληφθεί τους κινδύνους που ανακύπτουν και να λάβει την απόφαση σύναψης ή όχι ενός τέτοιου δανείου συνυπολογίζοντας όλες τις κρίσιμες παραμέτρους.

Οι καταναλωτές, αδυνατώντας συχνά να κατανοήσουν τον σύνθετο χαρακτήρα των δανείων σε συνάλλαγμα, αποφασίζουν αφού προηγουμένως απλουστεύσουν την επιλογή τους με βάση τις διαθέσιμες από την τράπεζα σε αυτούς πληροφορίες. Όταν οι τελευταίες περιορίζονται ή εστιάζουν στη σύγκριση του επιτοκίου του δανείου  σε ευρώ με  εκείνο του δανείου σε ελβετικό φράγκο, μοιραία οι καταναλωτές εμπιστεύονται την πρόταση της τράπεζας και παραβλέπουν  τους μελλοντικούς κινδύνους. Είναι, γι’ αυτό, κρίσιμο να διασφαλίζεται σε αυτές τις περιπτώσεις  η με ανάλογη ένταση και έμφαση πληροφόρηση για τους κινδύνους.

Οι τράπεζες έχουν πράγματι υποχρέωση, με βάση τις επιταγές της καλής πίστης και της διαφάνειας, να μην επιδιώκουν μονομερώς την πρόταξη των δικών τους συμφερόντων. Οφείλουν να διαφυλάττουν την αναλογία παροχής και αντιπαροχής. Οφείλουν να ενημερώνουν, να διαφωτίζουν, ακόμη και να συμβουλεύουν τον πελάτη, όταν είναι  πιθανό αυτός να μην αντιλαμβάνεται τους κινδύνους που έχει η συναλλαγή.

Η τράπεζα έχει, γι’ αυτό, υποχρέωση,  πριν χορηγήσει στον πελάτη ένα δάνειο σε συνάλλαγμα, όχι μόνο να τον ενημερώσει για τους κινδύνους που θα κληθεί να αντιμετωπίσει στην πιθανή, άλλωστε, περίπτωση που επιδεινωθεί σε βάρος του πελάτη η συναλλαγματική ισοτιμία, αλλά και να  διερευνήσει τη δυνατότητά του να αντιληφθεί αλλά και να αντιμετωπίσει τους κινδύνους αυτούς. Η ίδια η Τράπεζα της Ελλάδος αναγνωρίζει, με Πράξεις της,  την ιδιαίτερη πληροφόρηση που πρέπει να έχει εν προκειμένω κάθε δανειολήπτης. Μόνο εφόσον ο πελάτης έχει λάβει πλήρη, σαφή  και ορθή ενημέρωση θα μπορούσε να  αποφασίσει ο ίδιος υπεύθυνα για την επιλογή ενός δανείου σε συνάλλαγμα.

Εξάλλου, η υποχρέωση ενημέρωσης και διαφώτισης δεν περιορίζεται εν προκειμένω σε μία αφηρημένη ή γενική αναφορά για τον συναλλαγματικό κίνδυνο. Εξειδικεύεται  σε ένα πλήθος καθηκόντων, όπως ενημέρωση για τα χαρακτηριστικά και τις γνώσεις που πρέπει να έχει ο πελάτης για να επιλέξει δάνειο σε συνάλλαγμα,  προειδοποίηση για τους κινδύνους που μπορούν να ανακύψουν, με την παράθεση μάλιστα παραδειγμάτων δυσμενούς εξέλιξης της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ώστε να γίνουν εύληπτοι και κατανοητοί οι κίνδυνοι από τον δανειολήπτη, πληροφόρηση για τρόπους αντιστάθμισης των κινδύνων, ενημέρωση για δυσμενείς  περιορισμούς και συνέπειες στην άσκηση των δικαιωμάτων από το δάνειο (π.χ. της πρόωρης εξόφλησης),  ενημέρωση για την απαιτούμενη ικανότητα παρακολούθησης των συναλλαγματικών ισοτιμιών κ.ά.

Δεν υπάρχει  αμφιβολία ότι το μεγάλο πλήθος των καταναλωτών που οδηγήθηκε στη λήψη των δανείων αυτών δεν έλαβε την παραπάνω διαφώτιση και, ασφαλώς, δεν μπορούσε να αντιληφθεί τους εν λόγω κινδύνους σε όλη τους μάλιστα τη βαρύτητα.  Η απουσία πληροφόρησης για τους κινδύνους οδηγεί σε αδιαφάνεια των όρων που θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να δικαιολογήσει την αποκατάσταση του περιεχομένου της σύμβασης σύμφωνα με τις εύλογες προσδοκίες του δανειολήπτη. Σε κάθε δε περίπτωση, είναι βέβαιο ότι αν τα πιστωτικά ιδρύματα  είχαν ανταποκριθεί στις παραπάνω υποχρεώσεις τους, οι καταναλωτές αυτοί δεν θα είχαν συνάψει σύμβαση δανείου σε ελβετικό φράγκο. Αντιθέτως, θα είχαν επιλέξει ένα δάνειο σε ευρώ. Μάλιστα, εξαιτίας της καθοδικής πορείας που είχαν από τα τέλη του 2008 τα επιτόκια αναφοράς (ΕΚΤ, Euribor), θα είχαν, στην περίπτωση αυτή, έτσι κι αλλιώς τα τελευταία χρόνια, και ιδίως σήμερα, το χαμηλό επιτόκιο στο οποίο απέβλεπαν. 

Η έξοδος από την κινούμενη άμμο των δανείων του ελβετικού φράγκου είναι δυνατή. Η κατάσταση, στην οποία έχουν περιέλθει οι δανειολήπτες είναι αποτέλεσμα παραβίασης επιταγών διαφάνειας και θεμελιωδών υποχρεώσεων που προκύπτουν από  τη φύση των εν λόγω δανείων. Οι καταναλωτές δικαιούνται, στην περίπτωση αυτή, την αναδρομική αποκατάσταση της αποπληρωμής και εξόφλησης του δανείου τους με βάση το κεφάλαιο που πραγματικά έλαβαν.

* κ. Ο Δημήτρης Σπυράκος είναι διδάκτωρ νομικής – δικηγόρος, πρώην Γενικός Γραμματέας Καταναλωτή