ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Σάββατο 3 Ιουλίου 2010
ta nea on line
Στεγαστικά δάνεια «κομμένα και ραμμένα» στα μέτρα των πελατών τους διαθέτουν στο εξής οι τράπεζες, καθώς- δεδομένων και των οικονομικών δυσκολιών- κάθε κατηγορία δανειοληπτών έχει πλέον ξεχωριστές ανάγκες.
Οπως αναφέρουν τραπεζικά στελέχη, η εποχή που τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έδιναν δάνεια «καρμπόν» σε κάθε πελάτη τους, έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Τώρα πια η ηλικία του δανειολήπτη, η οικογενειακή του κατάσταση, τα οικονομικά του, η «ανοχή» στο ρίσκο, ακόμα και η ύπαρξη τριτεγγυητή, είναι καθοριστικοί παράγοντες για την επιλογή του σωστού δανείου.
Σε σχέση με το παρελθόν, μάλιστα, οι τράπεζες- φοβούμενες και τις επισφάλειες- αφιερώνουν πολύ περισσότερο χρόνο προκειμένου να εξετάσουν το προφίλ του πελάτη, ώστε στη συνέχεια να του προτείνουν ένα «πακέτο» δανείου που θα του ταιριάζει όσο το δυνατόν περισσότερο.
Κυμαινόμενο και ελβετικό για όσους αντέχουν το ρίσκο
Χαρακτηριστικό παράδειγμα των δανείων α λα καρτ είναι η διαφοροποίηση των δανειοληπτών ανάλογα με την ανοχή που αυτοί επιδεικνύουν στο ρίσκο. Πόσο αντέχουν δηλαδή τα «σκαμπανεβάσματα» στη μηνιαία δόση τους, με όφελος όμως τα χαμηλότερα- κατά κανόνα - επιτόκια για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, όσο πιο μικρός σε ηλικία και με λιγότερες υποχρεώσεις είναι ο δανειολήπτης, τόσο πιο ανεκτικός στο ρίσκο είναι και κατά συνέπεια οι τράπεζες του προτείνουν τα αντίστοιχα δάνεια. Κατά κανόνα, για την κατηγορία αυτή ενδείκνυνται τα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο και, για τους γνώστες της αγοράς αλλά και των χρηματοοικονομικών, αυτά σε ελβετικό φράγκο.
Στην πρώτη περίπτωση, με δεδομένο ότι το διατραπεζικό επιτόκιο είναι πάρα πολύ κοντά στα ιστορικά του χαμηλά (το Εuribor τριμήνου ανέρχεται σε μόλις 0,75%), το τελικό επιτόκιο που πληρώνουν οι δανειολήπτες μετά την επιβολή του περιθωρίου κέρδους της τράπεζας κυμαίνεται κοντά στο 3%. Πρόκειται δηλαδή για το χαμηλότερο κόστος χρήματος που έχουν δει οι κάτοχοι στεγαστικών δανείων εδώ και πολλά χρόνια. Το γεγονός αυτό μεταφράζεται σε πολύ χαμηλές μηνιαίες δόσεις, εγκυμονεί όμως και κινδύνους. Και αυτό γιατί, αν το διατραπεζικό επιτόκιο ανεβεί π.χ. στο 3%γεγονός που δεν αποκλείεται μέσα στα επόμενα χρόνια- η μηνιαία δόση εκτινάσσεται, βγάζοντας πολύ εύκολα τον δανειολήπτη εκτός προϋπολογισμού. Συγκεκριμένα, για ένα δάνειο 150.000
ευρώ για 25 χρόνια, με επιτόκιο 3% σήμερα (Εuribor 0,75% πλέον περιθωρίου 2,25%), η μηνιαία δόση ανέρχεται σε 711 ευρώ. Αν όμως το διατραπεζικό επιτόκιο ανέβει στο 3% και κατ΄ επέκτασιν το τελικό επιτόκιο στο 5,25%, η δόση εκτινάσσεται στα 899 ευρώ, δηλαδή ο δανειολήπτης πληρώνει 188 ευρώ περισσότερα τον μήνα ή 2.256 ευρώ επιπλέον τον χρόνο, ποσό που μπορεί να «τινάξει στον αέρα» τον οικογενειακό προϋπολογισμό, ειδικά αν υπάρχουν και άλλες, ανελαστικές υποχρεώσεις.
Για ακόμα πιο ριψοκίνδυνους, αλλά και γνώστες, οι τραπεζίτες δεν διστάζουν να προτείνουν και δάνεια σε ελβετικό φράγκο. Αυτήν τη στιγμή το ευρώ διαπραγματεύεται σε ιστορικό χαμηλό έναντι του ελβετικού νομίσματος και τα τραπεζικά στελέχη εκτιμούν ότι η συγκυρία θα αντιστραφεί. Αν κάτι τέτοιο συμβεί, εκτός από τα χαμηλότερα επιτόκια, όσοι «ποντάρουν» στο ελβετικό νόμισμα θα έχουν σημαντικά κεφαλαιακά κέρδη. Εν τούτοις, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει περαιτέρω διολίσθηση του ενιαίου νομίσματος, γεγονός που σημαίνει ότι όποιος έχει δάνειο σε ελβετικό φράγκο όχι μόνο θα πληρώνει υψηλότερες δόσεις, αλλά και θα χρωστάει περισσότερα χρήματα στην τράπεζα.
«Κλειδί» η ηλικία για τη σωστή διάρκεια
Ακόμα ένας παράγοντας που λαμβάνουν υπ΄ όψιν οι τράπεζες για να προτείνουν το κατάλληλο δάνειο είναι η ηλικία του δανειολήπτη. Ουσιαστικά, ο κανόνας που θέτουν είναι ότι το άθροισμα της ηλικίας του δανειολήπτη με τη διάρκεια του δανείου δεν πρέπει να ξεπερνά τα 65 ή, στη χειρότερη περίπτωση, τα 70 χρόνια. Ετσι, ουσιαστικά τα 40ετή δάνεια απευθύνονται μόνο σε μικρής ηλικίας πελάτες- έως 30 ετών.
Αντίστοιχα, η συντριπτική πλειονότητα των δανείων κυμαίνεται ανάμεσα σε 20 και 30 χρόνια διάρκεια, δεδομένου ότι οι περισσότερες αγορές πραγματοποιούνται στην ηλικία των 35 έως 40 ετών. Επιπλέον, στην περίπτωση της ύπαρξης κάποιου τριτεγγυητή, κατά κανόνα γονιού ή άλλου συγγενούς, λαμβάνεται υπ΄ όψιν και η δική του ηλικία, γεγονός που με τη σειρά του μεταφράζεται σε επιπλέον «ψαλίδι» στη μέγιστη διάρκεια του δανείου.
Ο «χρυσός» κανόνας του 40%
Ακόμα ένα στοιχείο που βοηθά τους δανειολήπτες να επιλέξουν το σωστό προϊόν είναι το ύψος της μηνιαίας δόσης σε σχέση με το καθαρό μηνιαίο εισόδημά τους. Ο κανόνας που εφαρμόζουν οι τράπεζες σε αυτή την περίπτωση είναι ότι η δόση δεν θα πρέπει σε καμιά περίπτωση να ξεπερνά το 40% των καθαρών εσόδων του δανειολήπτη ή του νοικοκυριού. Μάλιστα, ειδικά στην περίπτωση που οι ενδιαφερόμενοι δεν έχουν σταθερό εισόδημα (είναι π.χ. ελεύθεροι επαγγελματίες ή έμποροι), τότε το όριο αυτό πέφτει ακόμα περισσότερο, ακόμη και στο 30%, προκειμένου οι τράπεζες να εξασφαλιστούν απέναντι στις όποιες «κακοτοπιές».
Και επιπλέον προστασία
Τέλος, σε πολλές περιπτώσεις- και προκειμένου να εξασφαλιστούν ακόμη περισσότερο- οι τράπεζες ζητούν από τους πελάτες τους να ασφαλιστούν από επιπλέον κινδύνους, πέραν των «κλασικών» της πυρκαγιάς και του σεισμού. Μάλιστα, μια σειρά από αυτές προσφέρουν τις καλύψεις αυτές δωρεάν, ουσιαστικά ενσωματώνοντας τες στο κόστος του δανείου. Η ασφάλεια ζωής, η ασφάλεια σε περίπτωση ασθένειας, ακόμα και στην περίπτωση απώλειας της εργασίας, είναι οι επιπλέον καλύψεις που στο εξής ζητούν εμμέσως πλην σαφώς τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ανάλογα με την ηλικία και την επαγγελματική κατάσταση του δανειολήπτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου