Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2008

Πώς θα περιορίσετε τη δόση των δανείων σας ως και 50%

* Ποιες λύσεις υπάρχουν στην ελληνική αγορά για όσους αποπληρώνουν δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου και επιθυμούν να σταθεροποιήσουν τη δόση τους

Μ. ΑΓΗΣ
Πελάτες που αποπληρώνουν δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο και επιθυμούν να «κλειδώσουν» τη δόση τους φοβούμενοι νέες αυξήσεις στο κόστος δανεισμού, λόγω της πιστωτικής κρίσης, είναι οι συχνότεροι επισκέπτες των υποκαταστημάτων των τραπεζών από τις αρχές Σεπτεμβρίου.

Δεν είναι λίγοι οι καταναλωτές που παίρνουν προσφορές από πολλά πιστωτικά ιδρύματα προκειμένου να μεταφέρουν το χρέος τους σε όσο το δυνατόν πιο «ασφαλές» προϊόν. Από την πλευρά τους, οι τραπεζίτες έχουν δώσει σαφείς οδηγίες στα δίκτυά τους να στρέφουν τους δανειολήπτες σε λύσεις που μπορούν να αποτρέψουν ενδεχόμενη αύξηση των καθυστερήσεων στην αποπληρωμή των δανείων που έχουν χορηγηθεί. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δέχονται πελάτες άλλων τραπεζών χωρίς να προηγηθεί εξονυχιστικός έλεγχος των οικονομικών τους.

Τη γραμμή αυτή έδωσε και ο επικεφαλής της Εθνικής Τράπεζας κ. Τ. Αράπογλου, δηλώνοντας ότι πλέον το παιχνίδι του ανταγωνισμού μεταφέρεται στην επάρκεια κεφαλαίων, στη ρευστότητα και στην ποιότητα χαρτοφυλακίου και όχι στην κατάκτηση μεριδίων.

Σε κάθε περίπτωση η άνοδος του Euribor σε επίπεδα άνω του 5% έχει καταστήσει ως και 30% πιο ακριβή την εξυπηρέτηση δανειακών συμβάσεων που έχουν συναφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο, γεγονός που έχει «τρομάξει» τα νοικοκυριά σε μια περίοδο όπου το διαθέσιμο εισόδημά τους πιέζεται από τον υψηλό εγχώριο πληθωρισμό. Από τα μηνύματα που παίρνουν οι διοικήσεις των τραπεζών από τα καταστήματά τους προκύπτει ότι η πλειονότητα των πελατών που αιτούνται στην παρούσα φάση μετατροπή των όρων εξόφλησης του δανείου τους αφορά νοικοκυριά που έλαβαν χρηματοδότηση τα τελευταία δυόμισι χρόνια με κυμαινόμενο βάσει Euribor ή σταθερό για ένα έτος επιτόκιο.

* Αναχρηματοδότηση στεγαστικών

Οπως προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία που έχει δώσει στη δημοσιότητα η Τράπεζα της Ελλάδος, από τον Ιανουάριο του 2006 ως και τον Αύγουστο του 2008 χορηγήθηκαν νέα στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια συνολικού ύψους 39 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα μισά αποπληρώνονται πλέον με κυμαινόμενο επιτόκιο. Οι συγκεκριμένοι πελάτες είδαν τους τελευταίους μήνες τη δόση τους να αυξάνεται σε αξιοσημείωτο βαθμό, οδηγώντας τους στην επαναδιαπραγμάτευση των όρων δανεισμού τους.

Δεν είναι τυχαίο ότι μεγάλο μέρος των νέων δανείων, που σύμφωνα με συντηρητικούς υπολογισμούς φθάνει στο 40%, κατευθύνεται πλέον σε αναχρηματοδοτήσεις παλαιών χρεών. Τα στοιχεία που αφορούν τις νέες χρηματοδοτήσεις αποτυπώνουν μια σαφή εικόνα της κατάστασης που επικρατεί στη λιανική τραπεζική εφέτος. Συγκεκριμένα, το διάστημα Ιανουαρίου - Ιουλίου 2008 χορηγήθηκαν νέα στεγαστικά δάνεια ύψους 8,37 δισ. ευρώ. Την ίδια περίοδο όμως η αύξηση των υπολοίπων έφθασε μόλις στα 5,47 δισ. ευρώ, δηλαδή στο 65% των νέων χορηγήσεων, ενώ υπό φυσιολογικές συνθήκες το ποσοστό αυτό θα έπρεπε να βρισκόταν σε υψηλότερα επίπεδα. Ανάλογη είναι και η εικόνα στην καταναλωτική πίστη, όπου τα νέα δάνεια έφθασαν τα 5,67 δισ. ευρώ, ενώ τα υπόλοιπα της κατηγορίας αυξήθηκαν μόλις κατά το ήμισυ, ήτοι κατά 2,77 δισ. ευρώ.

Οι τράπεζες από τον περασμένο Σεπτέμβριο προχώρησαν σε νέα προς τα άνω αναπροσαρμογή των επιτοκίων χορηγήσεων λόγω της ανόδου των διατραπεζικών επιτοκίων στην ευρωζώνη, ενώ δεν αναμένεται να αλλάξει αυτή η τάση στην αγορά παρά τη μείωση του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ στο 3,75% από 4,25% πριν από περίπου 10 ημέρες. Ωστόσο διατηρούν ελκυστικά τα προγράμματα μεταφοράς υπολοίπου, κυρίως στην καταναλωτική πίστη, με στόχο να κερδίσουν τους καλούς πελάτες από τον ανταγωνισμό. Ετσι, αν κάποιος έχει την κατάλληλη πιστοληπτική ικανότητα και έχει αποδείξει ότι είναι καλοπληρωτής, έχει επιλογές για τη μείωση των δόσεών του.

* Επιλογή επιτοκίου

Για να μπορεί κάποιος να επιλέξει τι τον συμφέρει στην παρούσα φάση της κρίσης θα πρέπει να γνωρίζει όλες τις πτυχές και τις παραμέτρους που καθορίζουν το κόστος δανεισμού κάθε προϊόντος καθώς και τους κινδύνους που αναλαμβάνει. Υπάρχουν πάντως στην αγορά λύσεις που εξασφαλίζουν σταθερότητα στις δόσεις, οι οποίες ωστόσο κοστίζουν πιο ακριβά από τις πιο ριψοκίνδυνες επιλογές.

Ωστόσο τραπεζικοί παράγοντες σημειώνουν ότι είναι λογική η υποχώρηση που παρατηρείται εφέτος. Διότι οι τράπεζες έχουν προχωρήσει σε αναπροσαρμογή της επιτοκιακής πολιτικής τους, καταργώντας στις περισσότερες περιπτώσεις τις προσφορές στα σταθερά επιτόκια δύο και τριών ετών καθώς δεν έχουν πλέον λόγω της πιστωτικής κρίσης την πολυτέλεια να επιδοτούν μέρος του κόστους δανεισμού για τα πρώτα χρόνια αποπληρωμής. Σημαντικό ρόλο παίζει επίσης και ο παράγοντας «ψυχολογία» καθώς τα νοικοκυριά έχουν «βομβαρδιστεί» το τελευταίο διάστημα από αρνητικές οικονομικές ειδήσεις οι οποίες σε συνδυασμό με τις υψηλές τιμές των ακινήτων και την έξαρση της ακρίβειας δημιουργούν αρνητικό κλίμα.

Εξάλλου σε «αναμμένα κάρβουνα» κάθονται όσοι εξοφλούν δάνεια κυμαινομένου επιτοκίου καθώς τα τελευταία τρία χρόνια τα διατραπεζικά επιτόκια έχουν υπερδιπλασιαστεί, επηρεάζοντας σημαντικά τις μηνιαίες δόσεις τους. Δεν είναι τυχαία η μεταβολή των προτιμήσεων των καταναλωτών, οι οποίοι πλέον αναζητούν πιο ασφαλείς λύσεις. Συγκεκριμένα το 2008, όπως άλλωστε συνέβη και το 2007, το 70% των χορηγήσεων πραγματοποιείται με σταθερό επιτόκιο δύο ή τριών ετών, το 15% με κυμαινόμενο επιτόκιο, ενώ το υπόλοιπο 15% αφορά δάνεια ελβετικού φράγκου, ποσοστό διόλου ευκαταφρόνητο.
Πιστωτικές Κάρτες

Οι πιστωτικές κάρτες έχουν πάντα κυμαινόμενο επιτόκιο, που βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα λόγω του σημαντικού διαχειριστικού κόστους που έχουν οι τράπεζες. Σήμερα υπάρχουν στην αγορά λύσεις που δίνουν τη δυνατότητα άνετης και ανέξοδης αποπληρωμής των υπολοίπων τους σε κάρτες. Οι προσφορές των τραπεζών ποικίλλουν. Ορισμένες προσφέρουν άτοκη περίοδο η οποία μπορεί να φθάσει ως και τους 12 μήνες, άλλες πολύ χαμηλό επιτόκιο για εξόφληση του μεταφερόμενου ποσού σε διάστημα ως και δύο ετών και κάποιες επιτόκιο με έκπτωση ως και 70% σε σχέση με τα ισχύοντα για αποπληρωμή χωρίς χρονικούς περιορισμούς. Επιπλέον, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν χρεώνεται ετήσια συνδρομή. Μια έξυπνη ιδέα λοιπόν για κάποιον που θέλει να εξοφλήσει τα παλαιά χρέη του σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα χωρίς να επιβαρυνθεί με τόκους είναι η μεταφορά του υπολοίπου του ανά τακτά χρονικά διαστήματα από τράπεζα σε τράπεζα, προκειμένου να εκμεταλλευθεί τις περιόδους των χαμηλών ή μηδενικών επιτοκίων.

Το κέρδος για κάποιον ο οποίος χρωστάει 5.000 ευρώ και προχωρήσει σε αναδιάρθρωση του χρέους του μπορεί να φθάσει ως και στα 900 ευρώ σε διάστημα μόλις δύο ετών. Αυτό επιτυγχάνεται με τη μεταφορά του συγκεκριμένου υπολοίπου του από τράπεζα σε τράπεζα, π.χ., ανά εξάμηνο, απολαμβάνοντας μηδενικό επιτόκιο. Καταβάλλοντας το ποσόν των 200 ευρώ τον μήνα ο οφειλέτης θα έχει εξοφλήσει τις 5.000 ευρώ μέσα σε περίπου δύο χρόνια (25 μήνες) χωρίς να έχει πληρώσει ούτε ένα ευρώ σε τόκους. Αυτό βέβαια ισχύει με την προϋπόθεση ότι θα απαλλαγεί σε όλες τις περιπτώσεις από την ετήσια συνδρομή.
Καταναλωτικά Δάνεια

Τα προΪόντα συγκέντρωσης οφειλών από προϊόντα καταναλωτικής πίστης παραμένουν ελκυστικά λόγω του μεγάλου ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών. Μάλιστα υπάρχουν προγράμματα που προσφέρουν σταθερό επιτόκιο για όλη τη διάρκεια αποπληρωμής, τα οποία ενδείκνυνται για την τρέχουσα περίοδο. Η λογική των προϊόντων αναχρηματοδότησης είναι απλή: κάποιος που εξοφλεί σήμερα ένα ή περισσότερα καταναλωτικά δάνεια ή πιστωτικές κάρτες μπορεί να μεταφέρει το συνολικό χρέος του σε έναν νέο δανειακό λογαριασμό, με μικρότερο επιτόκιο και μεγαλύτερη διάρκεια εξόφλησης. Το ύψος του νέου δανείου είναι δυνατόν να φθάσει σε υψηλά επίπεδα, εφόσον η πιστοληπτική ικανότητα του πελάτη το επιτρέπει, ενώ η διάρκειά του μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και τα 10 έτη. Η μείωση της δόσης επιτυγχάνεται τόσο από τη μείωση του επιτοκίου όσο και από την επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής.

Εστω ότι ένα νοικοκυριό έχει λάβει χρηματοδότηση ύψους 25.000 ευρώ από τρεις διαφορετικές τράπεζες. Στην πρώτη τράπεζα πληρώνει μηνιαία δόση 99 ευρώ για προσωπικό δάνειο ύψους 3.000 ευρώ, συνολικής διάρκειας τριών ετών, το οποίο έλαβε πριν από έναν χρόνο με επιτόκιο 11,50%. Το ανεξόφλητο κεφάλαιο μετά τον πρώτο χρόνο ανέρχεται σε 2.112 ευρώ. Στη δεύτερη τράπεζα πληρώνει μηνιαία δόση 430 ευρώ για καταναλωτικό δάνειο ύψους 20.000 ευρώ, συνολικής διάρκειας πέντε ετών, το οποίο έλαβε πριν από δύο χρόνια με επιτόκιο 10,50%. Το ανεξόφλητο κεφάλαιο ύστερα από τα δύο πρώτα χρόνια ανέρχεται σε 13.226 ευρώ. Στην τρίτη τράπεζα πληρώνει ελάχιστη καταβολή 100 ευρώ για το υπόλοιπο της πιστωτικής του κάρτας, το οποίο ανέρχεται σε 2.000 ευρώ.

Συνολικά και στις τρεις τράπεζες πληρώνει μηνιαίως 630 ευρώ. Το νοικοκυριό αποφασίζει να «κλείσει» τους παραπάνω λογαριασμούς και να μεταφέρει τις οφειλές του, συνολικού ύψους 17.340 ευρώ, σε τοκοχρεολυτικό δάνειο με σταθερό επιτόκιο 10% και εξόφληση σε έξι έτη. Το υπόλοιπο του νέου δανείου θα διαμορφωθεί σε 17.500 ευρώ, συμπεριλαμβανομένης της αμοιβής της τράπεζας (160 ευρώ) για την πραγματοποίηση της όλης διαδικασίας. Η μηνιαία δόση που καλείται να πληρώσει ο πελάτης θα ανέρχεται μηνιαίως στο ποσόν των 325 ευρώ έναντι 630 ευρώ που πλήρωνε συνολικά προς τις τρεις τράπεζες.
Δάνεια σε Ελβετικό Φράγκο

Προβληματισμός επικρατεί σε όσους έλαβαν στεγαστικό δάνειο σε ελβετικό φράγκο, καθώς τα επιτόκια του νομίσματος κινήθηκαν ανοδικά τους τελευταίους μήνες, ενώ υπήρξε ανατίμησή του έναντι του ευρώ. Συγκεκριμένα, το επιτόκιο του φράγκου, αν και παραμένει σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με το ευρωπαϊκό, αυξήθηκε στο 3%, ενώ μέσα στους τελευταίους 12 μήνες το νόμισμα ακρίβυνε περίπου κατά 10% για τους έλληνες καταναλωτές. Τα παραπάνω μεταφράζονται, πρώτον, σε αύξηση της μηνιαίας δόσης και, δεύτερον, σε αύξηση του ανεξόφλητου κεφαλαίου αποτιμημένου σε ευρώ. Δηλαδή, αν κάποιος χρωστούσε στην τράπεζα 100.000 ευρώ, σήμερα χρωστά 110.000 ευρώ. Βεβαίως, τα παραπάνω μπορεί να αλλάξουν προς το συμφέρον του δανειολήπτη, εφόσον αντιστραφεί η τάση και υπάρξει ανατίμηση του ευρώ έναντι του φράγκου.

Για να αποφασίσει κάποιος αν τον συμφέρει να έχει δανεισμό σε ελβετικό φράγκο, θα πρέπει να κατανοήσει τα χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων προγραμμάτων. Τραπεζικά στελέχη τονίζουν ότι τα προϊόντα αυτά απευθύνονται σε καλά γνωρίζοντες τους όρους του παιχνιδιού. Εχουν μεν το πλεονέκτημα των χαμηλότερων επιτοκίων σε σχέση με τα αντίστοιχα του ευρώ, ωστόσο ενέχουν συναλλαγματικό κίνδυνο, ο οποίος είναι ικανός να εκτροχιάσει τον προϋπολογισμό ενός μέσου νοικοκυριού. Τα συγκεκριμένα δάνεια επανήλθαν στο προσκήνιο σε μια περίοδο κατά την οποία τα επιτόκια του ευρώ βρίσκονται σε ανοδική τροχιά. Σήμερα, η διαφορά επιτοκίων των δύο νομισμάτων ανέρχεται σε 0,75%, που μεταφράζεται σε μηνιαίο κέρδος της τάξης περίπου των 100 ευρώ για ένα δάνειο 100.000 ευρώ, διάρκειας 20 ετών.

Το νοικοκυριό καλείται να επιλέξει τι τελικώς θα πράξει. Οι επιλογές του είναι οι εξής:

* Να μην πράξει απολύτως τίποτα, εφόσον εκτιμά ότι το ευρώ θα ανατιμηθεί έναντι του φράγκου και το επιτόκιο του ξένου νομίσματος θα παραμείνει στα τρέχοντα επίπεδα.

* Να αλλάξει το είδος του επιτοκίου από κυμαινόμενο σε σταθερό, με την προϋπόθεση ότι προσδοκά σε ανατίμηση του ευρώ έναντι του φράγκου, ώστε να μην υπάρξει αύξηση του ανεξόφλητου κεφαλαίου σε ευρώ.

* Να μεταφέρει το δάνειό του σε πρόγραμμα με ευρώ, ώστε να μην έχει συναλλαγματικό κίνδυνο. Από εκεί και πέρα θα πρέπει να επιλέξει αν θέλει να αναλάβει επιτοκιακό κίνδυνο ή όχι. Σε κάθε περίπτωση, τα προγράμματα σε ευρώ έχουν υψηλότερα επιτόκια, ωστόσο μπορούν να εξασφαλίσουν την απόλυτη σταθερότητα στη δόση. Αν η αλλαγή του προγράμματος γίνει στην ίδια τράπεζα που έχει συναφθεί το δάνειο, συνήθως δεν υπάρχει κόστος, σε αντίθεση με τη μεταφορά σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα, περίπτωση κατά την οποία ο δανειολήπτης θα καταβάλει ποινή πρόωρης εξόφλησης, καθώς και τα έξοδα για τη σύναψη του νέου δανείου.
Στεγαστικά Δάνεια

Υποψήφιοι για μεταφορά του δανείου τους στην τρέχουσα συγκυρία είναι όσοι βρίσκονται σε πρόγραμμα συνδεδεμένο με το Euribor, το οποίο έχει αυξηθεί σημαντικά τους τελευταίους μήνες και η πορεία του δεν μπορεί να προβλεφθεί εύκολα καθώς εξαρτάται πλέον από τον χρόνο εξόδου των χρηματαγορών από την κρίση. Πρόβλημα ενδεχομένως να έχουν και όσοι έλαβαν δάνειο με χαμηλό σταθερό για ένα ή δύο χρόνια επιτόκιο και πλησιάζει ο καιρός μετατροπής του σε Euribor. Αντιθέτως, όσοι αποπληρώνουν δάνειο με επιτόκιο συνδεδεμένο με αυτό της ΕΚΤ δεν συνιστάται μετά την τελευταία μείωσή του στο 3,75% να πράξουν οτιδήποτε. Το ίδιο ισχύει και για όσους εξοφλούν δάνειο σταθερού επιτοκίου που λήγει σε διάστημα ενός έτους και άνω.

Αν λοιπόν κάποιος ανήκει στις παραπάνω δύο πρώτες κατηγορίες και εκτιμά ότι η κατάσταση δεν θα ομαλοποιηθεί στις αγορές, θα πρέπει να ζητήσει μετατροπή του επιτοκίου του σε σταθερό διάρκειας τριών ετών ή και περισσότερο. Η πρώτη κίνηση που πρέπει να κάνει είναι να απευθυνθεί στην τράπεζά του και να ζητήσει μετατροπή των όρων του δανείου. Αν δεν βρει εκεί τη λύση που αναζητεί, θα πρέπει να ζητήσει προσφορές από άλλες τράπεζες.

Για παράδειγμα, σε κάποιον που έλαβε δάνειο 150.000 ευρώ διάρκειας 25 ετών το 2004, με επιτόκιο Euribor 1 μηνός (σήμερα 5%) πλέον περιθωρίου 1,80% (τελικό επιτόκιο 6,92%), η δόση του αυξάνεται κατά 31% σε διάστημα τεσσάρων χρόνων και συγκεκριμένα από 782 ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2004 σε 1.019 ευρώ εφέτος. Ο εν λόγω πελάτης μπορεί να μεταφέρει το δάνειό του σε νέο πρόγραμμα με σταθερό επιτόκιο 5,50% για τα επόμενα τρία χρόνια και η δόση του να διαμορφωθεί σε 838 ευρώ, δηλαδή 181 ευρώ ή 18% χαμηλότερα. Ετσι, θα μπορεί να υπολογίσει με ακρίβεια τα έξοδά του για μία τριετία ανεξαρτήτως της εξέλιξης της κρίσης.


Το ΒΗΜΑ,

Δεν υπάρχουν σχόλια: